United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εννοώ δηλαδή το εξής· άραγε δεν ημπορώ να ειπώ εις αυτόν: αυτό το όνομα είναι ιδικόν σου, και κατόπιν να πλησιάσω πάλιν εις το αισθητήριον της ακουής, είτε τυχόν το ιδικόν του απομίμημα και να του ειπώ στο αυτί: &ανήρ&, είτε το απομίμημα του θήλεος του ανθρωπίνου γένους, και να του ειπώ: &γυνή&; Αυτό δεν σου φαίνεται δυνατόν, και ότι συμβαίνει κάποτε; Κρατύλος.

Η γυναίκα του, που ήτον παρούσα, έμεινεν εκστατική, και λέγει του ανδρός της· ειπέ μοι διατί γελάς τόσον διά να γελάσω και εγώ; Αυτός της απεκρίθη· φθάνει σου τόσον, το να με ακούης να γελώ. Εκείνη του είπεν· όχι, θέλω να μάθω και την αφορμήν.

ΤΕΙΡ. Συ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούης ότι γυναίκες μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή δένδρα ή θηρία; όπως λ. χ. η Αηδών, η Δάφνη, ή του Λυκάονος η θυγατέρα; ΜΕΝ. Εάν συναντήσω και αυτάς πουθενά, θα τας ερωτήσω και θα μάθω τι λέγουν. Συ δε, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντις όπως κατόπιν, ή μόνον όταν έγεινες άνδρας έγεινες και μάντις;

Ραψωδία I Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει. ότι δεν βλέπωτην ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5 παρ' όταν όλος ο λαόςτην ευφροσύνη πλέει, και τον αοιδόντα δώματα ακούν οι καλεσμένοι αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει ο κεραστής κρασί γλυκό καιτα ποτήρια χύνει• 10 απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω. αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω. τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω; ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15 και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω, φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω. εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας, και από την γητους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20 και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν, Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη• κείνητο πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25 και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη• πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου. και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30 όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία, 'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• αλλά ποτέ δεν έπεισαντα στήθη την ψυχή μου. αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35 εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του. τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα, ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.

Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτότον νουν του, 580 μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων. και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση. και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει, μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη».

Συγχρόνως δε ηκούετο και η φωνή του Τρέκλα κράζοντος·Εδώ, Χόμο! Δεν ακούς; Ο ξένος δεν έβλεπεν άνθρωπον, αλλ' όμως το φοβερώτερον είνε ν' ακούης ανθρωπίνην φωνήν και άνθρωπον να μη βλέπης. Ητοιμάζετο ήδη να τραπή εις φυγήν, αφού έκρυψε τα εργαλεία του εις τον αυτόν θάμνον, οπόθεν τα είχε λάβει.

Ας είνε, είπεν ο ανθύπατος, προς χάριν σου• αλλ' εάν το επαναλάβη, τι πρέπει να πάθη; Και ο Δημώναξ απήντησε• Διάταξε τότε να μαδηθή και αυτός. Όταν δε κάποιος, εις τον οποίον ο βασιλεύς ενεπιστεύθη την διοίκησιν στρατευμάτων και μιας χώρας εκ των μεγαλειτέρων, ηρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήση, Χωρίς θυμόν, απήντησεν ο φιλόσοφος. Να λέγης ολίγα και ν' ακούης πολλά.

Διά ποίον πράγμα; — Είπα, &'στό θεό σου&. — Ε, και σαν είπες; — Εξέχασα. — Τι; — Ότι σεις οι Γύφτοι δεν έχετε. — Τι πράγμα; — Θεόν. — Ε δα, μη, &τζάνουμ&.. — Πώς; — Μη το λέγης αυτό, να σε χαρώ. — Διατί; — Μην ακούης τι λέγει ο κόσμος. — Λοιπόν έχετε Θεόν; — Βέβαια. — Τότε έσφαλα. Και ενταύθα ο διάλογος διεκόπη.

Και συ έπλεες τότε εις ψευδή ασφάλειαν, πεποιθώς ότι κανείς άλλος δεν σε έβλέπεν από τον Θεόν και από τον Άγιον· αλλ' ο νέος εκείνος, όστις εφύλαγε τότε τα πρόβατα του μπάρμπα-Γιωργού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήτον προικισμένος με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών, ως ο αφέντης του, όταν σ' έβλεπεν αντικρύ από τον λόφον, κ' έκλειες την θύραν άμα έμβαινες εις το εξωκκλήσιον, κατήρχετο γοργάγοργά από τον λόφον, με τα τσαρουχάκια του, πατών εις την γην τόσον μαλακά ως να ήτο ελαφρός ατμός διολισθαίνων επί της χλόης, και συνεχών την αναπνοήν του, επλησίαζε σιγάσιγά εις την μικράν, μισοασβεστωμένην και λαδωμένην από την υπερβολικήν ευλάβειαν των προσκυνητριών υαλόφρακτον θυρίδα του ναΐσκου, κ' έβλεπε, χωρίς να τον βλέπης, τας μετανοίας και τας προσευχάς σου, και ήκουε, χωρίς να τον ακούης, τους ψιθυρισμούς σου και τους στεναγμούς σου.

Δεν ενόησες λοιπόν ότι είσαι εξουθένωμα και έπρεπεν, ω παιπάλημα και κίναδε, να μαζεύεσαι όταν ανήρ δασύτριχος και μάλιστα, ως οι αρχαίοι έλεγον, μελάμπυγος σε ατενίση και μόνον αυστηρώς; Ίσως και τώρα θα γελάσης διά το παιπάλημα και τον κίναιδον, ως ν' ακούης αινίγματα και γρίφους, διότι σου είνε άγνωστα των έργων σου τα ονόματα.