Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Ήταν ωραίος ιππότης, αλαζονικός και υπερήφανος, μιλούσε ευχάριστα, αλλά η αξία του ήτανε μεγαλύτερη μέσα στα δωμάτια των γυναικών παρά στη μάχη. Ηύρε την Ιζόλδη να τραγουδάη, και της είπε γελαστά: «Αρχόντισσα, τι θλιβερό τραγούδι, θλιβερό σαν του νεκροπουλιού.
Μου φαινότανε σα να έπρεπε να δοκιμάσουμε ό,τι θλιβερό και βαρύ δοκιμάσαμε, μόνο και μόνο για ναπολάψουμε έπειτα πιο βαθιά την ευτυχία. Ένοιωθα ευγνωμοσύνη για κάθε νέα μέρα που περνούσε, είμουνα ευχαριστημένος που μπορούσα να λησμονώ κ' είχα το συναίστημα πως τραβούσαμε προς μιαν ευτυχία μεγαλήτερη από κείνη που φτάνουν οι άνθρωποι.
ΚΡΕΟΥΣΑ Ψυχή μου! πώς να σιωπήσω και πώς ν' αφήσω τη ντροπή, τους έρωτες να φανερώσω τους σκοτεινούς;. . . τι μ' εμποδίζει;. . . Την αρετή για ποιόν κρατούμε όταν ο άνδρας μας προδίνη; Σπίτι δεν έχω, παιδιά δεν έχω και η ελπίδες μου πάνε χαμένες που δεν εμπόρεσα να της κρατήσω, και για τα τέκνα εσιωπούσα και για το γάμο το θλιβερό.
Η εικόνα η ίδια που είχα εδώ χαρεί τόσες φορές στη ρίζα σου γερμένος· μονάχα εσύ κι ο ίσκιος σου χαμένος, άλλο δεν έχει ολόγυρα αλλαχτεί. Κι εμπρός σε τόσην ομορφιά, βαθιά μου σαλεύει κάτι τόσο θλιβερό: έτσι μια μέρα σα χαθώ κι εγώ, τίποτε δε θ' αλλάξη ολόγυρά μου.
Μα το Σβεν; Μπορείς να τον φανταστής εσύ μεγάλον; Τι τον θέλεις να κάμη στον κόσμο; Νομίζεις πως είναι γι' άλλο τίποτε παρά για να τον έχουμε μεις; Η γυναίκα μου χαμογέλασε μ' έναν τόνο θλιβερό, που σχημάτισε ψιλές, αλαφρές δίπλες γύρω στα χείλη της. — Το συλλογίστηκα συχνά, είπε.
Τότε έτσι εκείνος κοίταξε σωπώντας το παιδί του με θλιβερό χαμόγελο· κι' η όμορφη Αντρομάχη 405 ήρθε κλαμένη, τούπιασε σφιχτά το χέρι κι' είπε «Καημένε, αχ το φιλότιμο θα σ' αφανίσει.
Τέτοια όμως μακρινή και φουρτουνιασμένη βασιλεία πάντα σε κάμνει και θαρρείς πως κάθε της περιστατικό, και μάλιστα λυπητερό, είτανε σα γραμμένο της. Το θλιβερό ιστορικό που μας έρχεται στ' αλήθεια σα μαυρίλα στην ιστορία του Ιουστινιανού είναι τα κακά στερνά του Βελισάριου.
Βγήκαν στη μικρή αυλή, κάθισαν στο σκαλοπάτι και ο Τζατσίντο έκλεισε την πορτούλα πίσω του, σαν να ήθελε να εμποδίσει το φως και τη φωτιά να ακούσουν. Ο Έφις έψαχνε τις λέξεις για να βγάλει από μέσα από την καρδιά του το θλιβερό μυστικό. Α, του φαινόταν τόσο μεγάλο και βαρύ που δεν μπορούσε να το εξωτερικεύσει όλο: κομμάτι κομμάτι, ίσως, ναι, ματώνοντας.
Μπορούσε νάχη ήρωά του όλη τη Ρωμιοσύνη, και σκηνή την απέραντη τη χώρα που αντιλάληξαν τέτοιες λαχτάρες και στεναγμοί. Είναι γραμμένο αυτό το θλιβερό παραμύθι σε κάθε ρωμαίικη καρδιά μ' αίμα και με φωτιά. Μα κανένας δεν μπόρεσε να μας το βάλη ακόμα σε λόγια, και να φανερώση πόνους που κρύβουνται μέσα στα σωθικά μας.
Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό της — και καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμή — μόνο χίλια χρόνια — κι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν