United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι' ο γέρος, που τάκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι' αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του. — Ένας πόλεμος κ' η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι' άλλος γυρίζει νικητής κι' άλλος νικημένος.

Έδοσε μια, πριν το προφτάση η μάνα· άπλωσε απ την ποδιά της, εβύθισε το κατατρυφερό χεράκι του στ' ολόκαφτο το λάδι, που σίδερο νάταν θα τόψηνε. Για τούτο κάθε χρόνο αποτότε, τη νύχτα της παραμονής, μέσα στη μεγάλη μας χαρά που τέτια μέρα ξημερώνει, θυμόμαστε κ' εκείνη τη βραδιά. Κι αν την ξεχάσουμε κανείς, μα της μανούλας η καρδιά δε λησμονά, τέτιες λαχτάρες.

Μπορούσε νάχη ήρωά του όλη τη Ρωμιοσύνη, και σκηνή την απέραντη τη χώρα που αντιλάληξαν τέτοιες λαχτάρες και στεναγμοί. Είναι γραμμένο αυτό το θλιβερό παραμύθι σε κάθε ρωμαίικη καρδιά μ' αίμα και με φωτιά. Μα κανένας δεν μπόρεσε να μας το βάλη ακόμα σε λόγια, και να φανερώση πόνους που κρύβουνται μέσα στα σωθικά μας.

Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που &κρύβουνε& τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κ' η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη.

Κι' η Ζηνοβία της Παλμύρας η βασίλισσα, που σκλάβαν αλυσσόδετη την είδα και της μίλησα, δεν ήξερε τον άντρα στην ορμή πώς να μαγεύη, Ούτε πώς να τον γιομίζη φλόγα, ούτε πώς να τον στειρεύη. Και μάθε το. Άφησε της κουταμάρες κι' έλα στην αγκαλιά μου, της λαχτάρες της αγρυπνίας να χορτάσης. . . ΑΓ. ΔΗΜ. Τον πρώτον άνθρωπο πρέπει να τον ξεχάσης.

Χριστέ μου, ήσουνα παιδί ακόμα δώδεκα χρονώ, όταν προτίμησες με τους Λευίτες να μένης στον Ναό, αφίνοντας τον Ιωσήφ και την Μαρία να σε ζητάνε με τρεμόκαρδα στην συνοδεία. ΜΑΝΝΑ. Ευτυχισμένες η Μαννάδες όσες δεν γεννήσανε. ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε παιδιά δεν αναστήσανε. ΜΑΝΝΑ. Μακάριες η στείρες, όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες της καρδιάς, τα φύλλα που ραγίζουνε.

Κομένος τούταν ο ζερβύς ο νώμος που του κράταε πάντα γερά τη σκαλιστή εφτάπετσή του ασπίδα, 107 τον είχε πιάσει και βαρύ λαχάνιασμα, κι' ολούθες 109 τούτρεχε βρύση απ' το κορμί ο ίδρος, μηδ' ανάσα 110 στιγμή δεν είχε, και σωρός πλακώνανε οι λαχτάρες. Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, πώς πρώτα νάπεσε η φωτιά μες στην αρμάδα τάχα.

Έπειτα: — Έπειτα θρήνος κ' αίματα· είπε η κόρη σέρνοντας ανάλαφρα το χέρι της απάνου στο κέντημα· δε βλέπεις; Αίματα και λαχτάρες απ' άκρη σ' άκρη. Μα η ψυχή του πρώτου μας διαβαίνει απάνου τους και τα στολίζει σαν αχτίνα στο μακελειό. Να κύτταξε... — Ένας Ιππότης! Φράγκος είνε, Ελπίδα; — Γι' Ατθίδα με πήρες που θα κεντήσω Φράγκους; Είνε Μορφόπουλος.

Να σου ειπώ, απάντησεν η γριά πρόθυμη· να σου ειπώ αμέσως. Και τήραξε να το φυλάξης κληρονομιά πολύτιμη στον νου σου. Εγώ δεν θα είμαι πάντα δίπλα σου όπως σήμερα να σ' εμποδίζω. Μα τη χειρότερη δυστυχία να βρης σφουγγαράς να μη γένης. Εσύ δεν τους επρόφτασες τους Ραφαλιάδες, της Ύδρας δυο στοιχεία, και δυο λαχτάρες της θάλασσας.

Εσένα τα όνειρά σου, εσένα οι πόθοι σου κ' οι μεγάλες σου οι λαχτάρες, εσένα κ' οι θυμοί σου πάντα, γιατί πάντα σου το είχες αφτό, βλέπουνε την ιδέα, κ' η ορμή σου πάντα θα πεταχτή στα πιο αψηλά, τα πιο μεγάλα και τα πιο ωραία. Κάποτε στραβοπατείς, κάποτε δεν το ξεδιακρίνεις το καλό, μα φτάνει να σου το δείξουνε και το δίψασες αμέσως. Εσύ ξέρεις και την αγάπη. Εσύ είσαι πανόμορφη.