United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφινε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τάκουγε ο μικρός όλ' αυτά και τάκαμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόληςτην Άλωση.

Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι' ο γέρος, που τάκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι' αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του. — Ένας πόλεμος κ' η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι' άλλος γυρίζει νικητής κι' άλλος νικημένος.

Το Πραιτώριο του είτανε γεμάτο θεοσκότεινες φυλακές αποκάτω, πούρριχτε τα θύματα του και τα βασάνιζε εκεί μέσα. Δεν τάκουγε άραγες αυτά ο Ιουστινιανός; Λέγουν πως όχι. Α δεν τάκουγε, τότες τι φρόντιζε να μαθαίνη; Αν τάξερε πάλι, με τι λογής συνείδηση καταπιάνουνταν τα μεγαλουργήματά του; Είναι ως τόσο πάντα η εποχή της βασιλείας του πολύ σημαντική για μας, και δραματική όσο γίνεται.

Τάκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως είταν του κόσμου η κατάκριση κ' η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα σηκώτια της, θόλωνε ο νους της, κ' έτσι της ερχότανε νανατιναχτή και να γκρεμιστή από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκκαλά της να σπάση κάθε της λαχτάρα και κάθ' ελπίδα μια και καλή.

Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

Τάκουγε ο μικρός ο Παυλής πως είχε ένα όμορφο χωριό ως μιάμιση ώρα από το δικό του πίσω από ταντικρυνό το βουνό, και το λόγιαζε με βαθιά λαχτάρα και με κάμποση στενοχώρια το βουνό εκείνο, που τούκρυβε το χωριό και δεν τον άφινε να δη από μακριά μήτε σπίτια μήτε παράθυρα ναντιφέγγουνε με το βασίλεμα του ήλιου, καθώς γυιάλιζαν άλλα χωριά σε όρη πιο μακρινώτερα.

Του κάκου μηνούσε του αδερφού του πως δεν είτανε γεννημένος για τις φουρτούνες της πολιτικής και της θεολογίας, πως η καρδιά του τον τραβούσε κατά τα ειρηνικώτερα λημέρια της μελέτης και της φιλοσοφίας, πως δεν είτανε μήτε ανύπαντρος, και τέλος πως δεν παραδέχουνταν κάμποσα δογματικά της εποχής του, μήτε το συνήθιζε να καμώνεται πως συφωνεί σα δε συφωνούσε. Ο λαός όμως αυτά δεν τάκουγε.