United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την απάντηση μας την έδωκε ο πόλεμος του 1897. Η τελευταία πράξη της «Νέας Γυναίκας» είναι κάπως περισσότερο παρ' όσο πρέπει λιβανισμένη από τον ολυμπιακό ενθουσιασμό.

Να και κάτι λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους, νερό φωνάζοντας: «Γάλα καλό-ο-ο!» . . Κυττάτέ την εκείνη εκεί ! μια Κυρία της μόδας με σκούπα για βεντάγια, που σηκώνει τις φούστες της ως τα γόνατα και δείχνει, με χίλια τσαλιμάκια, γάμπες ευζωνικές κι αντρίκια χοντροπάπουτσα λαστιχένια με ταυτιά απόξω. . . . . Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πήγαιναν τάχατις στο Φάληρο! κι ο κόσμος τους φώναζε : «Κρύο ! κρύο ! μπούζι! » και πάλι μάσκες και κουρελομάνι και χρώματα και χρυσόχαρτα και λουλούδια και γέλοια και φωνές και χαχαρίσματα και σερπαντέν και σκουντιές και τσιμπιές και πατήματα κάλων και κερατιλίκια και στανιά και «Χαρτί και πόλεμοςκαι παλαμάκια που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιαν άκρη του δρόμου ίσαμε την άλλη. . . Αχ, τι ζωή ! τι χαρά ! Τι όμορφα που είναι ! Τι όμορφα ! Κύτταζε η Λιόλια ολοένα, κύτταζε και δε χόρταινε.

Χιλιετία περίπου εχώριζεν απ' αλλήλων τας δύο κοσμοϊστορικάς μάχας, αλλ' ο καθολικός χαρακτήρ του αγώνος έμενεν ο αυτός· και τώρα ως και άλλοτε διεξήγετο πόλεμος μεταξύ του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και του Ασιατικού βίου.

Ενόσω μεν διήρκει ο πόλεμος, οι στρατιώται εξηκολούθουν εκπληρούντες έργα ιερέων· αλλ’ αφού ησύχασαν τα πράγματα και εξηντλήθησαν αι θεολογικαί γνώσεις των θωρακοφόρων εκείνων ιεροκηρύκων, πάντες και προ πάντων ο Αυτοκράτωρ ησθάνθησαν την ανάγκην σοβαροτέρων κατηχητών. Αλλά παρά τοις Φράγκοις καλόγηροι μόνον υπήρχον τότε και δεινότεροι περί την ζυθοποιίαν ή την δογματικήν, βαπτίζοντες τα βρέφη εις το όνομα της

Έπεμψαν πανταχού προς τους Σικελούς, αλλού μεν φύλακας, αλλού δε πρέσβεις· έθεσαν φρουράς εις τα φρούρια της χώρας· επεθεώρησαν εν τη πόλει τα όπλα και τους ίππους και παρετήρησαν αν ήσαν όλα εντελή· και τέλος διέθεσαν τα πάντα καταλλήλως, ως εάν επέκειτο πόλεμος άφευκτος και σχεδόν αρχίσας.

Είπε μάλιστα ότι οι Μιλήσιοι και οι άλλοι Ελληνες, όσοι κατώκουν εις την χώραν του βασιλέως, ώφειλαν να μείνουν υποταγμένοι εις τον Τισσαφέρνην με όρους μετρίους και να είναι εις αυτόν αφωσιωμένοι μέχρις ου τελειώση αισίως ο πόλεμος.

Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως. — Κι' αν δεν τη φας; — Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου. Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος. Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;

Ο δε ρήτωρ στραφείς τον είδε και από της στιγμής εκείνης ο πόλεμος εκηρύχθη μεταξύ των. Κατόπιν ήλθεν η πρώτη του έτους ή μάλλον η τρίτη ημέρα της μεγάλης νουμηνίας ότε οι Ρωμαίοι, κατ' αρχαίον έθιμον, κάμνουν ευχάς δι' όλον το έτος και θυσίας, τας οποίας εκανόνισεν ο βασιλεύς Νουμάς. Πιστεύουν δε ότι οι θεοί κατ' εκείνην την ημέραν εξαιρετικώς εισακούουν τας ευχάς των ανθρώπων.

Και πριν αρχήση ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας Να βγη ψηλάτο ξέφαντο κ' εκείθε να κηρύξη Το φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίση ο κόσμος Ότι το ράσο του παπά κ' η μίτρα του Δεσπότη θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι Και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας, Όσο σ' αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη Η Βουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξη.

Και οι Αθηναίοι συγκαλέσαντες εκκλησίαν και ακούσαντες τας επαγωγούς αλλά ψευδείς εκθέσεις των πρέσβεων των Εγεσταίων και των ιδικών των, οι οποίοι εβεβαίωναν ότι είδον πολλά χρήματα έτοιμα εις τους ναούς και εις τα δημόσια ταμεία, εψήφισαν να στείλουν εις την Σικελίαν εξήκοντα πλοία και στρατηγούς πάσαν εξουσίαν έχοντας Αλκιβιάδην τον Κλεινίου, Νικίαν τον Νικηράτου και Λάμαχον τον Ξενοφάνους με την διαταγήν να βοηθήσουν τους Εγεσταίους κατά των Σελινουντίων, να εγκαταστήσουν τους Λεοντίνους, εάν ο πόλεμος ελάμβανε στροφήν ευνοϊκήν, και να τακτοποιήσουν τα πάντα εις την Σικελίαν κατά τον τρόπον, όστις ήθελε τοις φανή ο μάλλον συμφέρων διά τους Αθηναίους.