United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε μικρόσωμη και λιγνή και την πρωτοείδα στο δρόμο, σε μια σύσταση της στιγμής κάτω από τη λάμψη ενός φαναριού. Άμα χωριστήκαμε, μου μείνανε στην ανάμνηση δύο μάτια παράξενα μεγάλα και βαθειά.

Μέχρι της στιγμής εκείνης ουδείς ημών είχε κλαύσει. Ο τρόμος του επικειμένου κινδύνου, η αδιάκοπος κίνησις, αι μεταβολαί των σκηνών, το αλλεπάλληλον των εντυπώσεων διετήρουν εις έντασιν το νευρικόν σύστημα. Ήμεθα ψυχή τε και σώματι απηυδημένοι, αλλ' έμενον στεγνά τα βλέφαρα μας.

Είνε τόσον περίεργον και τόσον ασύλληπτον πράγμα ο βίος, ώστε και μία χιόνος νιφάς, πίπτουσα εις το τζάμι του παραθύρου σου και μη πίπτουσα εις το πλαίσιον, πίπτουσα εδώ και μη πίπτουσα εκεί, δύναται ν' αποτελέση ακαριαίως συνθήκην, από την οποίαν εξαρτάται η ψυχολογία μιας στιγμής της ζωής σου.

Εις τον οίκον αυτόν όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων, — Λοιπόν; — Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα εις το σώμα της, την ηγάπησα.

Εψιθυρίζετο μάλιστα ότι θ' αργήση πολύ να επιτραπή, διότι είς των επιβατών ησθένει λίαν ύποπτον νόσον. Εγώ έμελλον ν' αποβιβασθώ εις Νεάπολιν, όπως διατηρήσω τας δυνάμεις μου διά τας ναυτίας του μεγάλου ταξειδίου, είχον όμως απόφασιν να παραμείνω εν τω ατμοπλοίω μέχρι της τελευταίας στιγμής προ της αναχωρήσεώς του.

Και ήλθε μεν μετ' ολίγον μετά στρατού και ο προμνημονευθείς εξάδελφος του Νικήτας, θερμότατης τυχών δεξιώσεως παρά του Ηρακλείου· αλλά και πάλιν ο όλος στρατός ήτο μικρός αναλόγως των αναγκών της στιγμής. Ο δε μόνος άξιος στρατηλάτης και σύμβουλος αγαθός και πιστός του Ηρακλείου ήτο ο Νικήτας.

Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς, διότι το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.

Η εξοχή μού τα δίνει όλ' αυτά». Γράφει για τις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε ρείκια κι' άλλα χαμόκλαδα μ' ωραία κίτρινα άνθη, όπου επαναλάβαινε την «Ωδή στη βραδυά» του Collins, έτσι για ν' απολάψη καλύτερα την ομορφιά της στιγμής.

Είχε νομίση ότι ο χρόνος θα επούλωνε το τραύμα του, το τραύμα εκείνο το οποίον, με σκληρότητα θηρίου, τω κατέφεραν χείρες φιλικαί, αδελφικαί χείρες . . . Διότι παρήλθε πολύς καιρός από της απαισίας εκείνης ημέρας . . . Παρήλθε τόσος καιρός και η πληγή του αιμάσσει έτι, ως να τω κατεφέρθη το τραύμα τώρα, προ μιας στιγμής.

Οι δε Κερκυραίοι μαθόντες ότι επλησίαζον τα πλοία των Αθηναίων και ότι τα εχθρικά ανεχώρησαν εισήγαγον εις την πόλιν τους μέχρις εκείνης της στιγμής μένοντας έξω Μεσσηνίους και πέμψαντες εις τον Υλλαϊκόν λιμένα τα ετοιμασθέντα πλοία εφόνευον κατ' αυτό το διάστημα όσους συνελάμβανον εκ των εχθρών των εκείνους δε τους οποίους είχον πείσει να εισέλθουν εις τα πλοία, εξάγοντες αυτούς, τους εφόνευον· ελθόντες δε εις το Ηραίον έπεισαν περί τους πεντήκοντα από τους εκεί καταφυγόντας άνδρας να υποστούν δίκην και κατεδίκασαν πάντας εις θάνατον.