United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν. Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Κοίταξε λοξά τη μαμά και χαμογέλασε: — Την έφτιαξα της Άννας. Κρύφτηκα πίσω από τα χαμόκλαδα και δεν μπορούσε να με δη. — Αλήθεια! το έκαμες αυτό; είπε η μαμά. Προχωρήσανε κι οι δυο στο σπίτι, σα δυο συνένοχοι ευχαριστημένοι που πετύχανε το κόλπο τους και φυσικά το αποτέλεσμα είτανε πως αυτό το βράδι έπρεπε να βάλη μόνη της η μαμά το μικρόν να κοιμηθή.

Τα πουλιά κάπως σαστισμένα, σα πιασμένα από θλίψη ανεπάντυχη, πετούσαν χωρίς χάρη, ανόρεχτα εδώ κ' εκεί, τόρα τρύποναν μέσα στα χαμόκλαδα, ύστερα έφευγαν πέρα προς τις ράχες με την ελπίδα να βρουν λίγο ήλιο, λίγη πρασινάδα, και γύριζαν πίσω πάλι απελπισμένα, σαστισμένα, σα πιασμένα από ανεπάντυχη θλίψη και τρύποναν πάλι στα χαμόκλαδα, στις γούβες της ρεμματιάς.

Κοντά στο δρόμο ήταν ένας τάφος, χαμόκλαδα γεμάτος και χορτάρια σκονισμένα, και είχε γύρω κάγκελα και κυπαρίσσια· μόλις μπήκα μέσα, ξαφνίστηκε και ούρλιασε ένας σκύλος άγρια· σταμάτησα, και με κατεβασμένη την ουρά ο σκύλος έφυγε. Ήταν μέσα στα χαμόκλαδα και στα χορτάρια πέντ' έξη βαμένες στήλες, με σαρίκια, όρθιες, αλλά γερμένες λίγο από διάφορες μεριές.

Τα πουλιά εγνώρισαν τη φωνή της, εσυνάχθησαν τριγύρω της και εβιάσθησαν να τρυπώσουν αποκάτω από τα χαμόκλαδα, στρυμωμένα το ένα κοντά εις το άλλο, και άκουεν η Μηλιά τες εκατόν καρδούλες των να κτυπούν τακ-τακ σαν τα ρωλόγια εις το αργαστήρι του ρωλογά.

Αλλ' ο Μανώλης συνήλθεν αμέσως, ιδών το τουρλωτόν φέσι του Θωμά, το οποίον εις μικράν απόστασιν εσείετο δεξιά και αριστερά, ως απειλή. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κατόπιν αυτών βιαστικός ποδοβολητός και ηναγκάσθησαν να παραμερίσουν διά να διέλθη όνος φορτωμένος χαμόκλαδα, υπό τον όγκον των οποίων το ζώον εχάνετο εντελώς, μεταμορφωνόμενον εις τεράστιον ακανθόχοιρον.

Η εξοχή μού τα δίνει όλ' αυτά». Γράφει για τις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε ρείκια κι' άλλα χαμόκλαδα μ' ωραία κίτρινα άνθη, όπου επαναλάβαινε την «Ωδή στη βραδυά» του Collins, έτσι για ν' απολάψη καλύτερα την ομορφιά της στιγμής.

Όταν εβγήκαν εις τα Λειβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στης κουμαριές και στα σχοινιά, όλα βαροφορτωμένα από χιόνια, δένδρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρός θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κ' εκεί.

Μώρχονταν να ξεκαβαλλικέψω, και καταιβαίνοντας ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ό τι έβλεπα κι' εύρισκα μπροστά μου: χώμα, πέτρες, χαμόκλαδα, δέντρα ..... αλλ' ο πόθος μου να φτάσω όσο το δυνατό γληγορώτερα στη ράχη, που είταν μπροστά μου, και μ' εμπόδιζε να ιδώ το Χωριό μου, το σπίτι μου, δε μ' άφινε, να καταιβώ και να εκτελέσω τούτον τον άγιο σκοπό.

Κρυμμένοςτα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα. Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας, Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της, Και μίαν απόκρυφη χαράτα σωθικά του νοιώθει.