United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι με την απόκρυφη φωτιά του πόθου μέσα τους. Όλοι με την ακόλαστη μανία πολυκαιρινοϋ στερεμού στη ματιά τους. Τα παραθύρια του Ένα εκρέμονταν πάνω από την καγκελωτή της αβλής σιδερόπορτα κ' έβλεπαν τα πεζούλια αποκάτω. Εκαθόνταν κι ακαρτέραγαν οι επισκέφτες κάτω στα πεζούλια αραδαριά.

Κρυμμένοςτα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα. Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας, Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της, Και μίαν απόκρυφη χαράτα σωθικά του νοιώθει.

Αλλ' αχ! το αισθάνομαι· ο Θεός δεν δίνει βροχή και ήλιο στις ορμητικές παρακλήσεις και εκείνοι οι καιροί που με βασανίζει η ανάμνησί τους, γιατί άλλοτε ήταν τόσον ευτυχισμένοι παρά μόνο γιατί με υπομονή επερίμενα το πνεύμα του, με καρδιά γεμάτη απόκρυφη ευγνωμοσύνη, δεχόμουνα την ηδονή, που μου έδινε! 8 Νοεμβρίου. Με εμάλωσε για το παραστράτημά μου! αχ, με τόση ερασμιότητα!

Ω εσείς τρεις δρόμοι, και συ κοιλάδα απόκρυφη και πλούσιο δάσος και στενωπή στα τρία στενά, σεις που το αίμα ήπιατε του πατέρα μου, τάχα θυμάστε πόσα κακά σας έκαμα κ’ έπειτα εδώθε ερχόμενος ισάριθμα κακά έχω κάμει.

Εξόν αν έτρεμε το χέρι του γέρου από φυσικιά αιτία, που δεν αναφέρνεται όμως. Αυτό το παρατηρούμε για νάχουμε το νου μας κατόπι, σαν αναγκαζούμαστε ναναφέρνουμε ιστορικά από την Απόκρυφη την Ιστορία του Προκοπίου, που έπρεπε μα το ναι «Κοπρόπιος» κι όχι Προκόπιος να λέγεται όποιος την έγραψε. Τρία χρόνια κατόπι παρουσιάζεται στη μέση κι ο ανιψιός του ο Ιουστινιανός, Ύπατος τώρα.

Λέγουν το λοιπόν απ' αυτούς μερικοί πως παραγγελμένος όντας ο Προκόπιος να γράψη τον πανηγυρικό του Ιουστινιανού, για να τον καταπραΰνη που δεν τον εγκώμιαζε αρκετά στην πρώτη του ιστορία, έβγαλε τάχτι του με την απόκρυφη εκείνη Ιστορία του. Δεν είναι μήτε ανάγκη μήτε της δουλειάς μας να το ψυχολογήσουμε εδώ τέτοιο ζήτημα.

Θέλοντας μη θέλοντας ακολουθούμε μαζί με τον άλλον κόσμο την Απόκρυφη Ιστορία του Προκοπίου στη δήγηση της παράξενης και πολυτάραχης ζωής της Θεοδώρας. Μακάρι να είχαμε και καλλίτερον τρόπο να τα ξετάσουμε και να τα μάθουμε!

Μόνο η λεύκα, που έπαιρνε ανθρώπινες μορφές, βασίλευε σαν φάντασμα απάνω από τις πένθιμες όχθες. Και όλο κινούσε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που γλυστρούσαν απάνω στα νερά και όλο σήκωνε το απελπισμένο κεφάλι προς τον ουρανό. Ταργοκίνητα νερά διάβαιναν σιωπηλά κάτω από τη θλίψη των δένδρων· ο ΓέροΠοταμός φούσκωνε τα νερά του από μιαν απόκρυφη θλίψη.