United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συγγενής είναι, στο κάτω κάτω!» «Από συγγενή θα το’βρεις, Έφις!» «Λοιπόν, δεν θα ξαναγίνει πια!» «Έφυγερώτησε τότε η ντόνα Έστερ, ανήσυχη. «Έφυγε; Ο ντον Πρέντου; Πού πήγε;» «Ποιος μιλάει για τον Πρέντου; Εγώ μιλούσα για εκείνο τον άθλιο.» Ο Έφις κοίταξε το καλάθι. «Εγώ εννοούσα τον ντον Πρέντου…. για εκείνο που έκανα χθες

Η Βεάτη, ήτις είχε προσπαθήσει να ενωθή ει δυνατόν με τον μέλανα τοίχον, περιέμεινε στιγμάς τινας μέχρις ου απομακρυνθή, προτιμώσα να μείνη αυτή εις το σκότος ή να κινδυνεύση αύθις τον αυτόν κίνδυνον. Η αδελφή Σιξτίνα προέβη. Η Βεάτη την ηκολούθησεν χωρις ν' ανησυχή πλέον. Η Σιξτίνα προεπορεύετο, μηδαμώς υποπτεύουσα εις τι εχρησίμευεν η νυκτερινή αύτη περιοδεία της και ο φανός ον εκράτει.

Ουφ! κ' εκείνος· είπε ο Αριστόδημος· δε θα μ' αφήση ήσυχο επί τέλους! Τι με μέλλει εμένα για χωράφια και γεννήματα! Εγώ δε θέλω να ξέρω άλλο από τα βιβλία μου. Τ' ακούς; Τίποτ' άλλο από τα βιβλία μου!.. Η κυρά Πανώρια εκούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Χωρίς να το θέλη, άρχιζε κ' εκείνη ν' ανησυχή για το δρόμο που ακολουθούσε ο πρωτότοκός της.

Ότε επλησιάσαμεν εις το Κάστρον, εξέφρασε τον φόβον, ότι η Κυρία Επαρχίνα θ' ανησυχή, και επρότεινε να διευθυνθώμεν κατ' ευθείαν εις το Επαρχείον. Φυσικώ τω λόγω, δεν αντετείναμεν εις τούτο ο Νίκος κ' εγώ, αλλά δεν μου διέφυγεν ο υποκεκρυμμένος σκοπός του Κου Μελέτη, θέλοντος να μας απομακρύνη της οικίας του.

Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε; — Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος. Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζΗ την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα.

Ξανάβλεπε μόνο την παγερή αλλά ανήσυχη μορφή της Νοέμι να τον παρακολουθεί και να του λέει σαν να ήταν μυστικό: «Πηγαίνετε, άντε, πηγαίνετε στο πανηγύρι…. Πηγαίνετε, σας περιμένουν». Τους έδιωξε και το πρόσωπό της φωτίστηκε μόνο την ώρα του αποχαιρετισμού στην εξώπορτα που την έκλεισε μπροστά της.

Έθαψαν τονε, είπεν ο Μανώλης, ο οποίος όμως θα επροτίμα ίσως να εθάπτετο, αντί του Λαδομπραΐμη, ο Στρατής, του οποίου η ανάμνησις είχεν αρχίσει να τον ανησυχή και οσάκις ήκουε βήματα εις την οδόν ανεταράσσετο. — Να πάρης κιάλλους πολλούς αγάδες μαζή σου, Μπραΐμ αγά, είπεν η Σαϊτονικολίνα, να σου κάνουνε συντροφιά! ... Να, εσκεπάσαν τονε και φεύγουνε.

Και, αγαπητέ μου! μήπως μέσα μου ο πόθος μου προς απαλλαγήν καταστάσεως δεν είναι μία ανήσυχη ορμή που θα με καταδιώκη παντού; 28 Αυγούστου. Αλήθεια, αν η αρρώστεια μου μπορούσε να γιατρευτή, οι άνθρωποι αυτοί θα με γιάτρευαν. Σήμερα είναι η μέρα των γενθλίων μου· και πολύ νωρίς έλαβα ένα δεματάκι από τον Αλβέρτο.

Ο τρόμος του τέλους τον έπνιγε, φοβόταν μήπως η ψυχή του εγκαταλείψει ξαφνικά το σώμα, όπως είχε κι εκείνος εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του, και εξορισμένη από τον κόσμο των μακάρων αρχίσει να περιπλανιέται, ανήσυχη και κολασμένη, με τα φαντάσματα της κοιλάδας. Ωστόσο απάντησε όχι, όχι.

Η Βασιλοπούλα εγύρισεν εις το παλάτι της πολλά ευχαριστημένη, και δεν έβλεπε την ώραν πότε να απολαύση το ποθούμενον επειδή και τότε της ήλθε εις τον νουν η μεγάλη ωραιότης εκείνου του Βασιλοπούλου που είδεν εις τον ύπνον της, διά το οποίον όλην εκείνην την ημέραν ευρίσκονταν ανήσυχη, και ούτε την νύκτα μίαν στιγμήν δεν ημπορούσε να αναπαυθή.