United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διό παραπέμποντες τους ορεγομένους τοιούτων προς τιμωρίαν των εις τας γαλακτώδεις περιγραφάς του Κου Π. Σούτσου, εν αις ουδ' η ελαχίστη ποιητική πνοή ταράσσει τον σιγαλόν αιγιαλόν, γελώντα γάλα όλον,

Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος; Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη. — Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.

Και ακριβώς την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον: — Κιμίκρ; κου! κου! — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός. Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού.

Ότε επλησιάσαμεν εις το Κάστρον, εξέφρασε τον φόβον, ότι η Κυρία Επαρχίνα θ' ανησυχή, και επρότεινε να διευθυνθώμεν κατ' ευθείαν εις το Επαρχείον. Φυσικώ τω λόγω, δεν αντετείναμεν εις τούτο ο Νίκος κ' εγώ, αλλά δεν μου διέφυγεν ο υποκεκρυμμένος σκοπός του Κου Μελέτη, θέλοντος να μας απομακρύνη της οικίας του.

Παραθέτω ενταύθα την εν τω Αθηναίω του Ιουλίου 80 δημοσιευθείσαν μετάφρασίν μου των περί Μάκβεθ τριών κεφαλαίων εκ του περισπουδάστου συγγράμματος του Κου Paul Stapfer, υπό την επιγραφήν Shakespeare et l' Antiquité. Συντομίας χάριν, αφαιρούνται τα εκ της προκειμένης τραγωδίας παρενειρόμενα εις την μελέτην ταύτην χωρία. &Α'. Το υπέρ φύσιν εν τω Μάκβεθ και εν τη Τραγωδία εν γένει.&

Άιντε μωρ' πλιάκ' ιντεμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Εφώναζαν αδιάκοπατο μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαντον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερατο πλευρό του. Κι' ο γέρος εξακολουθούσε. — Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί τουτα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός.

«Άιντε, μώρ’ πλιάκ' Ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτες Δυο Εκκλησίες. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό.

Κου κου, εφωναξαν και αι δύο εμπρός εις τον περιστερεώνα. Το ηκούσατε περιστέρια; το ηκούσατε ; Κου, κου! μία όρνιθα εμάδησεν όλα τα πτερά της διά χάριν του πετεινού, θα ψοφήση από το κρύον, αν δεν εψόφησεν έως τώρα. — Κου, κου! Πού; πού; ηρώτησαν τα περιστέρια. — Εις τον πλαγινόν ορνιθώνα. Την είδα σχεδόν. Είναι εντροπή και να το διηγήται κανείς, αλλά είναι αληθέστατον!