Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Μια βολά πέρναε απόξω από τα Γιάννινα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τώγεινε κολτσίδα για να τον πάρη μια ψύχα στα Γιάννινα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να ιδή στα Γιάννινα στρούγγες κι αυτός και μαντριά. Για τσελιγγάτο τάχε πάρει στο νου του κι αυτός.

— Α! έκαμε τέλος σηκώνοντας το κεφάλι. Όσες φορές το βλέπω τούτο τ' αργόχερο, όλο τραγούδια έρχονται στα χείλη μου. Θα πης τα περισσότερα είνε λυπητερά. Μα τάχα κ' η ζωή μου όλο με λύπη δεν πέρασε; Έπιασε μ' ευλάβεια το κέντημα, το τύλιξε απαλά και κίνησε για το σπίτι. Άξαφνα καθώς πέρναε στο στρατώνι είδε μέσα στ' αμπέλι την αξίνα του και το σκαμμένο χώμα. — Μπρε! έκαμε μ' απορία.

Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτόν κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτήν αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και μ' την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.

Άρχιζε από τα Βυζαντινά χρόνια, πέρναε στα χρόνια της σκλαβιάς και τελείωνε στον Αντρέα τον ΕυμορφόπουλοΑντρέα τον Ελευθερωτή, όπως τον έλεγε. Δεν ήταν βιβλίο παρά καθρέφτης. Κάθε Ευμορφόπουλος φαινόταν εκεί μέσα ίδιος κι απαράλλαχτος όπως ήταν στην εποχή που έζησε. Ένας καταλαχάρης άνθρωπος θάλεγε πως αυτοί όλοι ήταν ξεχωριστοί κι άμοιαστοι μεταξύ τους.

Πελεκούν οι μάστοροι και χτίζουν, Στεριώνουν τα θεμέλια τους κι' απ' τότε δε βουλίζουν Στο ρέμμα, ουδέ ξεσέρνονται· κι' απ' τότε κάθε βράδυ, 'Σάν πέρναε το μεσάνυχτα κ' έσφιγγε το σκοτάδι, Άκουε ο πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του Να βγαίνη απ' τα βαθιά νερά, άκουε κι' απ' τον καϋμό του Ξυπνός στην ακροποταμιά ολονυχτής γυρνούσε.

Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτον κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτην αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και με την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.

Γιατί στη μέση τον βαράει με τ' όπλο ο Αχιλέαςδίπλα ενώ πέρναε φτερωτόςστου ζουναριού τα μέρη, εκεί που σμίγανε τα διο χρυσόμορφα θηλύκια 415 με πίσω διπλοτσάτιραζο· κι' αντίκρυ τ' όπλου η μύτη πρόβαλε, εκεί στον αφαλό. Και ξεφωνώντας πέφτει στο γόνα ο νιός, ενώ πυκνή τον σκέπαζε θολούρα, κι' έγυρε αρπώντας τ' άντερα σιμά του με τα χέρια.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν