United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρωί που εγύριζα στο μπρίκι από ένα Γαλαξειδιώτικο, κάνω έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν' ανταμώσω με τον φίλο μου. Δεκαπέντε κλειστά, όταν εμίσεψε από το νησί μας κ' επήγε να σμίξη με μια πιπεροχήρα στην Ατάλεια. Έλεγαν πως το ηύρε καλά με τη χήρα· παρά με ουρά. Έχτισε το μπαρκομπέστια κ' εφόρτωνε για λογαριασμό του.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το σκαφίδι, πάνε και τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν. Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του είπε: — Και τώρα!! — Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο άλλος. — Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο, είπεν ο αξιωματικός της υπηρεσίας, για την ανάκριση. Αυτό ήτανε όλο.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

Τι χαμπέρια, παιδί μου, να μολοήσουμε μεις δω στο χωριό, του λόγου σας, είπε ο ασπρομάλης γέροντας, με την μποτίλλια με τη ρακή στο χέρι, και το σουγιά στο άλλο. — Ε!. τι λες, θα πλερώσουν αύριο οι χωριάτες τα εντάλματα; — Ξέρω κι εγώ;, μπρε παιδί. Τι να πω; Ξέκαμαν αυτές τις μέρες κάμποσα καλαμποκάκια, όχι και πολλά να πης.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.

Μπρε το ζηλιαρόκατο! είπεν η μάνα μου, πούτον με τις άλλες γυναίκες. — Όι, τη μούρη σ' αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιός και θέλγει κιαγαπητική! Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στη ξαδέρφη μου: — Ναι, ναι, εμέν' αγαπά. Α δε σ' αρέσω σένα, του Βαγγελιού ταρέσω. Μου το λέει αυτή κείντα λες εσύ δεν τακούω.

ΑΝΑΤ. Ετούτος ούλα να τα τζακίση αγάλλια αγάλλια.... εγώ είπα.. α τζανούμ χιώτη τρελό είναι, μέτισε κιόλας, αρτίκ τίποτα ντε τ' αφίσει σουφρά απάνω, ένα ένα ούλα τα τσακίσει. ΧΙΟΣ. Τι και; ΞΕΝ. Εν είναισιμάρματα ΧΙΟΣ. Κι' αμέ διαβότρου γυέ, κι' εν έχεις πούπετις μαθέ, κι' εν είν' καμιά λύρα, καμιά σφυρίχτρα. ΑΝΑΤ. Μπρε καμπα ζουρνά μπιλέμ ντεν έχει. ΞΕΝ. Εν είναιεν είναι. ΣΚΗΝΗ ς'.

Μπρε παιδιά! αφού σας το λέω· Όλα βρίσκουνταν εκεί μέσα, στην αιώνια Μικρόπολη, και δεν είχες ανάγκη να γυρίσης τον κόσμο και να γυρέψης αλλού πουθενά ποιητάδες ή φιλοσόφους. Οι μικροπολίτες παινούσαν ο ένας τον άλλονα· μη νομίζης όμως πως είταν από καλοσύνη.

Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να φύγης γλήγορα από τον πύργο.