United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρωί που εγύριζα στο μπρίκι από ένα Γαλαξειδιώτικο, κάνω έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν' ανταμώσω με τον φίλο μου. Δεκαπέντε κλειστά, όταν εμίσεψε από το νησί μας κ' επήγε να σμίξη με μια πιπεροχήρα στην Ατάλεια. Έλεγαν πως το ηύρε καλά με τη χήρα· παρά με ουρά. Έχτισε το μπαρκομπέστια κ' εφόρτωνε για λογαριασμό του.

Εσκίρτησα από την χαράν μου, όταν με είπε καλήν και γνησίαν, και υπεσχέθη να με πάρη εις τον τόπον μου, όπου θα με γνωρίζουν και θα με καλοδέχωνται. Με ετύλιξεν εις παστρικόν χαρτί, διά να μη ανακατωθώ με τα άλλα νομίσματα, και παραπέσω πάλιν εις τα ξένα. Και όταν ο ξένος ευρίσκετο με άλλους συντοπίτας του έβγαζεν από το χαρτί, και εγύριζα από χέρι εις χέρι, και ήκουα λόγια γλυκά και φιλικά.

Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν.

Διότι μου εφαίνετο ότι είναι υψηλόν πράγμα να γνωρίζω του κάθε πράγματος τας αιτίας, διατί δηλαδή γίνεται κάθε πράγμα, διατί καταστρέφεται και διατί υπάρχει· και πολλάς φοράς εγύριζα τον εαυτόν μου επάνω και κάτω, διά να εξετάζω κατά πρώτον ωσάν τα εξής πράγματα· άρα γε, όταν το ζεστόν και το ψυχρόν λάβουν καμμίαν σήψιν, καθώς μερικοί έλεγον, αρχίζουν να παράγωνται τα ζωύφια; Και ποίον από τα δύο, το αίμα είναι εκείνο, διά του οποίου σκεπτόμεθα, ή ο αήρ, ή η φωτιά, ή δεν είναι μεν κανένα από αυτά, ο εγκέφαλος δε είναι εκείνος, ο οποίος μας κάμνει τας αισθήσεις και της ακοής και της οράσεως και της οσφρήσεως, από αυτάς δε τας αισθήσεις γίνεται η ενθύμησις και η φαντασία, από δε την ενθύμησιν και την φαντασίαν, αφ' ού λάβουν ανάπαυσιν, σύμφωνα με αυτά γίνεται η γνώσις.

Ένα βράδυ, 'ς εκείνην την εποχή, ενώ εγύριζα από τον ελαιώνα, κ' επέρασα απ' την Αγία Αναστασία να κάμω τον σταυρό μου, και να ανάψω τα καντήλια, καθώς ενύχτωνε, άκουσα κάτι κρότους, μα κρότους παράξενους πολύ, 'ς εκείνο το διπλανό το χτίριο με τα μάρμαρα, που λένε πως είναι στοιχειωμένο . . . Πάλι μια νύχτα, έβλεπα στ' όνειρό μου πως βρισκόμουν στο ξωκκλήσι της Αγίας, κ' εκεί είδα τάχα ένα πράμμα παράξενο πολύ, να προβάλη και να βγη έξω και να κυλιστή, από κείνο το στοιχειωμένο χτίριο . . . Και μου εφάνη τάχα, πως ήρθ' ένα κορίτσι ώμορφο, μα ώμορφο πολύ, έλαμπε το πρόσωπό του, και μου έδωκε ένα λουλουδάκι, λευκό, μοσχομυρωδάτο, και μου είπε· «Να, δος το αυτό του γυιου σου, να μυριστή· είναι άνθος της Εδέμ». Έξαφνα, γυρίζει 'πίσω εκείνο το πράμμα, το παράξενο, το μαύρο και κατακόκκινο, που είχε πηδήσει από το χτίριο το παληό, γυρίζει πίσω θεριωμένο και ρίχνετ' επάνω μου κ' εζητούσε να μου αρπάξη απ' τα χέρια το λουλούδι που μου είχε δώσει η ώμορφη κοπέλλα, που φαίνεται να ήτον η Αγία Αναστασία . . . Στην ίδια στιγμή η Αγία φαίνεται πάλι, σαν νάβγαινε απ' την Αγία Πύλη του Ιερού, και μ' ένα κλωναράκι από βάιο που βαστούσε στα χέρια, δίνει μια και του κόφτει το χέρι, του τρισκατάρατου, που γύρευε να μου αρπάξη το λουλούδι . . . Αυτά είδα.

Πολύ άσχημα, απεκρίθη η βασιλοπούλα. Δεν έκλεισα μάτι όλην την νύκτα. Δεν ηξεύρω τι είχε το κρεβάτι μου. Όπως και αν εγύριζα εις το στρώμα, μου έμβαινεν εις το σώμα μου ένας σκληρός βώλος. Είμαι όλη μελανή ακόμη! — Αμέσως τότε εκατάλαβαν ότι ήτο τω όντι αληθινή βασιλοπούλα, αφού μέσα από είκοσι στρώματα και είκοσι παπλώματα την επόνεσε το ρεβίθι.

Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν.

Και έπειτα απεκοιμήθη. Γύρω γύρω ήτο θεοσκότεινα, και αι όρνιθες εκοιμώντο, η μία κοντά εις την άλλην· αλλ' η γειτόνισσα της αστείας όρνιθος δεν εκοιμάτο. Ήκουσε και δεν ήκουσε, δεν ημπόρεσεν όμως να κρατηθή, και είπεν εις την πλαγινήν της: — Ήκουσες κάτι; Δεν σε λέγω το όνομά της, αλλά μία από ημάς είπεν ότι μαδεί τα πτερά της διά να ευμορφαίνη. Αν ήμουν πετεινός, δεν θα εγύριζα να την ιδώ.

Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.

Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον χαμό του και την πλάσι ολόκληρη. Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα.