United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πελεκούν οι μάστοροι και χτίζουν, Στεριώνουν τα θεμέλια τους κι' απ' τότε δε βουλίζουν Στο ρέμμα, ουδέ ξεσέρνονται· κι' απ' τότε κάθε βράδυ, 'Σάν πέρναε το μεσάνυχτα κ' έσφιγγε το σκοτάδι, Άκουε ο πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του Να βγαίνη απ' τα βαθιά νερά, άκουε κι' απ' τον καϋμό του Ξυπνός στην ακροποταμιά ολονυχτής γυρνούσε.

Τότες τρυπά ο Ακάμας τον Πρόμαχο το Βοιωτό, τι πήγε να γλυτώσει τον αδερφό που ο Πρόμαχος πισώσερνε απ' τα πόδια. Και σαν τον σκότωσε, έπειτα κατακαμαρωμένος παινέφτηκε μ' αψιά φωνή π' ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Δοξαρομάχοι Δαναοί, της παινεσάς μαστόροι, όχι δα! συφορές εμείς δε θα τραβούμε μόνοι, 480 παρά θα τύχει λέω εδώ κι' εσείς νεκροί να πέστε.

Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.

Όμως καλά στοχάσου· Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης, Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης. Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν.

Πότε οι ίδιοι πρώην κάτοικοι των παλαιών οικιών, συχνότερον τα τέκνα των, πότε οι μαστόροι, οι κτίσται, κατ' εντολήν ή άνευ εντολής, έπαιρναν από τα παλαιά κτίρια ό,τι στερεόν είχον ταύτα, την ξυλείαν της στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τούβλα και κεραμίδια, βιαζόμενοι εκ της αχρηματίας, επειδή «η ξύντροφος πενία» εμάστιζε και τότε δεινώς το ελληνικόν, και μάλιστα τους κατοίκους της νήσου, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, κατόπιν του φοβερού Αγώνοςτα μετεκόμιζον δε διά ξηράς ή διά θαλάσσης εις την πολίχνην την νεόκτιστον, προς νότον, απέχουσαν δρόμον τριών ωρών.