United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη. Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη». Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη.

Η τρίτη σκέψις του υπήρξε να φωνάξη προς την πολίχνην, εις τους κατοίκους, εις τους φίλους και τους γείτονας να τρέξουν με βάρκες να σώσουν τους πνιγομένους. Αλλ' έπρεπε να τρέξη χίλια βήματα τον ανήφορον διά να φθάση εις την κορυφήν της ακτής, οπόθεν αντίκρυζεν η πολίχνη.

Ο ελαιών ήτο πολύ πλησίον εις το παλαιόν χωρίον, απείχε δε πολύ από την σημερινήν πολίχνην. Επειδή έμελλε και την επιούσαν να εξακολουθήση την αυτήν εργασίαν εις τον ελαιώνα, ήλθεν εις το παλαιόν έρημον χωρίον, διά ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας και διανυκτερεύση, όπως ενίοτε συνείθιζεν, εις ερημικόν οικίσκον της, διά να επιστρέψη πάλιν το πρωί εις τον ελαιώνα.

Το αίσθημα του μεγαλείου Του, η αγάπη και η πίστις ην μόνη η παρουσία Του ενέπνευε, επεσκίαζον πάσαν περιέργειαν. Εν τω μεταξύ η γυνή έτρεξεν εις την πολίχνην και διηγήθη πάντα όσα ήκουσε. Δεύτε ίδετε καρδιογνώστην. Μήτοι ούτος εστιν ο Χριστός;

Ήλπιζε λοιπόν η Μαχώ να εύρη συνστροφιάν, καθόσον δεν θα ευχαριστείτο να μείνη μόνη της με το παιδίον την νύκτα εις το έρημον μέρος, όπου «κροτίζει ο τόπος», από τας τόσας παλαιάς αναμνήσεις και τα τόσα στοιχειά. Αλλ' η Μαχώ εγελάσθη. Αι γυναίκες είχον τελειώσει προς το παρόν την πρώτην συλλογήν των ελαιών, και δι' άλλης οδού είχον επιστρέψει το βράδυ εις την πολίχνην.

Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις έν καπηλείον εις επήκοον πολλών·

Ο γέρο-Πέτρος, άγρυπνος όλην την νύκτα, του έκλεισε τα όμματα κ' εδιάβασεν όσους ψαλμούς ήξευρεν εκ μνήμης. Οι άνδρες κατεσκεύασαν πρόχειρον φορείον με κλάδους και με φυλλάδας δένδρων. Η σκαμπαβία απέπλευσε με δύναμιν κωπίων. Η κηδεία ετελέσθη πανηγυρική το δειλινόν εις την πολίχνην.

Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην. Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον.

Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη βασιλευούση και κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το πρώτον ταξείδιον να φέρη έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευπρεπίση, να στολίση την νεόκτιστον οικίαν και την κάμη αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρη από την Πόλιν· αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώση και η Κοκκώνα οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν απέθνησκε φθισική εις το Σταυροδρόμι και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον.

Καθώς κατήλθε το όρος και εισήρχετο ήδη εις μίαν πολίχνην, οικτρόν θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς Του.