Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί τούτων. — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη σώσεις Κύριε!& Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους.
Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
— Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας.... — Ευλόγησον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον.
Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες....
— Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα... — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ.
— Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!... — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγ.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη. Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη». Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη.
— Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω και διαβάζω τας &Πράξεις& αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις . — Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν