United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοιάζουνε σκαφτιάδες που θέλουν να δείξουν το δρόμο του στον Ασπροπόταμο. Αν το καταφέρουν, χαλάλι τους οι κόποι και τα βάσανα. — Α, να! είπε ξαφνικά με χαρούμενη φωνή ο Περαχώρας· ακούστε κι αν μπορήτε μη θαυμάζετε. — Τ' είνε; τον ρώτησε ο Αλαμανός. — Διαβάστε, παρακαλώ, διαβάστε! του είπε κι ο Γκενεβέζος ανυπόμονα. Σηκώθηκαν μονόγνωμοι και πήγαν κοντά στον καθηγητή να ιδούνε στο χερόγραφο.

Η θειά Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν. — Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπάρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι! — Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν.

Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν ήτο καθόλου εν τάξειαλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί εσένα να σε κρατάνετο στήθος και να πηγαίνης μέσατην άμαξα. Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα

Πέντε φορές η μασσαλιωτική βαθεία λεκάνη είχε γεμίσει από τα φουρνιάτικα, και πέντε φορές η Μιλάχρω έρριψεν εις τον φούρνον και από ένα μεγάλο ψωμί ιδικόν της και από μίαν φαρφούναν· διά τον άνδρα της τον «δουλευτήν» επιλέγουσα: — Χαλάλι σου, άνδρα μου!

Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως την οκά, και δεν γελιέται. — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.

Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες....

Μωρέ Χουσεήνη, φωνάζει κάποιος δικός μας του ενός, που να τούβγαζες τάσπρο μαντίλι, μήτε στόνειρό σου δε θα τον έλεγες Τούρκο, μωρέ Χουσεήνη, τι 'ναι πάλε αυτά που ακούγω; Πήρες, λέει, την καλλίτερη μας μαζώχτρα, την Ασήμω, για τα δέντρα σου; Άιντε, χαλάλι σου. Κοίταξε μονάχα να μην την τουρκέψης, καημένε — — Στο διάβολο πια, κι αν τη τουρκέψη, λέει ένας άλλος.