United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθόλου, είπε ο Μαρτίνος· δε βλέπω τι παράξενο υπάρχει σ' αυτό το πάθος. Έχω δη τόσα αλλόκοτα πράγματα, ώστε δεν υπάρχει πλέον τίποτε αλλόκοτο.

Αλλ' ενώ εις την αρχήν είπες ότι θα μου απευθύνης μίαν ερώτησιν, δεν παύεις να με ζαλίζης με λεπτολογίας• βλέπω δε ότι ο σκοπός σου είνε ν' αποδείξης ότι δεν προνοούμεν καθόλου διά τα ανθρώπινα πράγματα.

Ένας άνθρωπος, που δεν είχε καθόλου βαφτισθή, ένας αγαθός αναβαφτιστής, ονομαζόμενος Ιάκωβος, είδε το σκληρό κι' ατιμωτικό τρόπο, που μεταχειρίστηκαν έναν αδερφό του, ένα ον δίπουν, άπτερον, έμψυχον. Τον επήρε σπίτι του, τον καθάρισε, τούδωσε ψωμί και μπύρα, του χάρισε δύο φιορίνια, θέλησε μάλιστα να τον μάθη να δουλεύη στο εργοστάσιό του, που έφκιανε περσικά χαλιά στην Ολλανδία.

Μια ώρα τριγυρίζω εδώ πέρα, κι' εγώ θαρρώ πως είμαι όλη 'μέρα. Για σας οπού πηδάτε 'στο χορό, περνούνε και η ώραις 'στο φτερό. Για το φτωχό φαντάρο που φυλάγει, θαρρείς πως και η ώρα 'πίσω 'πάγει. 'Στον πόλεμο να ήσαι και να κρυώνης, καθόλου δεν σε μέλει, δεν θυμόνεις. Μα να χορεύη όλη η Ελλάς, και συ με τόσο κρύο να φυλάς; Όρσε λοιπόν εις όλο το ντουνιά, τον άδικο, τον ψεύτη, το φονιά.

Είχε σκοτινειάση και από κει πού ήμαστε δεν έβλεπα παρά μερικά δένδρα απ' επάνω από ένα τοίχο. Εφανταζούμουνα πως αυτό ήτανε περιβόλι και μόνον την άλλη μέρα, όταν επήγα ν' αναλάβω τα καθήκοντα, ως τα έλεγε, έμαθα πως κηπουρός δεν πάει να πη περβολάρης, καθώς ενόμιζα, μόνο νεκροθάπτης. Η τέχνη δεν μου άρεσε καθόλου.

Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους».

ΦΙΛΟΞ. Δεν την θέλω, διότι θα μου γεννήση κανένα βιβλίον από τα παλαιά. ΕΡΜ. Πώς βιβλίον; ΦΙΛΟΞ. Δεν ξέρεις ότι υπάρχει βιβλίον που ονομάζεται Τρικέφαλος; ΕΡΜ. Καθόλου παράδοξον, αφού υπήρξε και κάποιος κωμικός με το όνομα Τριφάλλης. ΗΡΑΚΛ. Εις εσέ τώρα, Ερμή, ανήκει να τους δικάσης.

Δε μου φαίνεται παράξενο πώς δεν είμαι αυτό το μήνα καλύτερα από τον περασμένο. Θα το πω του κυρίου Πυργγόν για να τακτοποιήση αυτήν την κατάστασιν. Έλα, σηκώστε τα αυτά από δω. Δεν ακούνε καθόλου και το κουδούνι μου δεν κτυπάει δυνατά. Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Τίποτα. Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Κουφάθηκαν. Τουανέττα! — Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Σαν να μη χτυπούσα καθόλου το κουδούνι.

Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.

Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του.