United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας.

Και ότε την έτυπτε κατακέφαλα με τους όμβρους της και ότε την εδρόσιζε με τα ζωογόνα μαϊστράλιά της, είτε την αφήρπαζεν εις τας καταιγίδας της είτε της χαλάρωνε τας δυνάμεις όλας διά του λιβός της, αύτη δεν παρεπονείτο καθόλου, αναγνωρίζουσα υπομονητικώς την εξουσίαν και τα δικαιώματά της.

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Τι ωραίον πράγμα κάθεσαι και μου λες, ευλογημένε μου; εγώ σου λέγω πως τίποτε δεν αξίζει· και αν ήσουν μάλιστα τώρα εκεί να ήκουες, θαρρώ πως θα εντρεπόσουν και ο ίδιος δια λογαριασμόν του φίλου σου· δεν έστεκε καθόλου εις την αξιοπρέπειάν του, να τίθεται εις την διάθεσιν ανθρώπων, που δεν τους μέλει να λέγουν ό,τι λάχη, και που πιάνονται από κάθε λέξιν που τους παρουσιάση η τύχη· και αυτοί, όπως σου έλεγα και προηγουμένως, θεωρούνται από τους καλυτέρους σήμερα εις αυτό το είδος· αλλά, να σου πω την αλήθεια.

Άρχισε, Δάφνι, να μας 'πής, βουκολικό τραγούδι, άρχισε πρώτος, κ' ύστερα μας τραγουδεί ο Μενάλκας· βάλετε τα μοσχάρια σας κάτ' από τις 'γελάδες, βάλετε και τους ταύρους σας στις άγονες ακόμα. Εκείν' ας βόσκουνε μαζί στα φυλλωμένα χόρτα χωρίς να ξεμακραίνωνται καθόλου απ' το κοπάδι, και συ τραγούδι αρχίνησε βουκολικό τραγούδι κ' έπειτ' αποκρινάμενος τραγούδι ας 'πή ο Μενάλκας.

Ο σιχαμένος εκείνος δεν ήλθε καθόλου να με ιδή. — Άφες με να ιδώ το αυγόν, το οποίον δεν σκάνει, είπεν η γραία. Να σε χαρώ, αυτό είναι κούρκας αυγόν. Την έπαθα και εγώ μίαν φοράν, και κατόπιν είδα και υπέφερα με τα μικρά, διότι φοβούνται το νερόν. Δεν ημπορούσα να τα κάμω να κολυμβήσουν. Ό,τι και αν έκαμνα του κακού! Ω! βέβαια, αυτό είναι κούρκας αυγόν.

Ο δε Πτολεμαίος, ο οποίος και κατά τα άλλα δεν ήτο και πολύ συνετός άνθρωπος, αλλ' είχεν ανατραφή με κολακείαν ηγεμονικήν, τόσον εξηρεθίσθη και συνεταράχθη υπό της απροσδόκητου εκείνης διαβολής, ώστε χωρίς να σκεφθή όπως έπρεπε και εννοήση το απίθανον της διαβολής, ότι ο διαβάλλων ήτο αντίζηλος εις την τέχνην προς τον διαβαλλόμενον και ότι ο ζωγράφος ήτο ανίκανος να πράξη τοιαύτην προδοσίαν και μάλιστα αφού είχεν ευεργετηθή παρ' αυτού και περισσότερον από κάθε άλλον ζωγράφον τιμηθή, αλλά και χωρίς καθόλου να εξετάση εάν ο Απελλής εταξείδευσεν εις την Τύρον, κατελήφθη ευθύς υπό οργής και εγέμισεν από κραυγάς τα ανάκτορα, καταβοών εναντίον του αχαρίστου, του επιβούλου και συνωμότου.

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.