United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δύο παπαδοκόριτσα με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρυφίους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξειδίου η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τέσσαρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δύο πρόσφορα τυλιγμένα εις οθόνας με κηρία και με λίβανον.

Τα χείλη των πλουσίων προσκυνητών δυνατόν, να συνεστάλησαν μετά περιφρονήσεως προς την προσφοράν ταύτην, ήτις ήτο δυο λεπτά. Αλλ' ο Ιησούς ηυχαριστήθη από την ταπεινήν αυτοθυσίαν της χήρας. Ήτο η προσφορά αύτη ομοία με το ποτήριον ψυχρού ύδατος, το διδόμενον εξ αγάπης, και το οποίον εν τη βασιλεία του δεν θα μείνη αβράβευτον.

Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόντην ώρα οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμάτο μαύρο πλοίο• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκατην ώρα της θυσίας, 260 καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου• και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου

Φαίδρος Πραγματικώς λοιπόν από εδώ; διότι φαίνονται γεμάτα χάριν και καθαρά και διαφανή τα νεράκια εδώ, και πρόσφορα για να παίζουν κόρες κοντά των. Σωκράτης Όχι απ' εδώ, αλλ' από παρά κάτω δύο ή τρία στάδια, όπου διαβαίνομεν προς το ιερόν της Άγρας· και αυτού κάπου υπάρχει βωμός τις του Βορέου.

Εσύ μου τάφαγες τα πρόσφορα και είπες πως σου τάκλεψαν οι λωποδύταις! Τον είδε τον Γέροντα, όταν τον εμπόδισεν η εξουσία να πωλή καπνά και σιγαρέττα, οπού, εκέρδιζεν αρκετά, χωρίς κανένα κόπον, διότι είχε ψηφισθή το μονοπώλιον.

Κατόπιν δε πρέπει πρώτον μεν η πόλις να κτισθή όσον το δυνατόν εις το κέντρον της χώρας το οποίον να το εκλέξωμεν διά να έχη όλα τα άλλα όσα είναι πρόσφορα διά την πόλιν, τα οποία δεν είναι δύσκολον να τα εννοήσωμεν και να τα ειπούμεν.

Αι γυναίκες επέστρεφον ήδη από τους κλιβάνους, κομίζουσαι με χαράν τα ετοιμασθέντα μεγάλα εκείνα πρόσφορα, τα οποία μετά τόσης ιδιαιτέρας προσοχής και δεξιότητος ζυμωθέντα, είτα δε ψηθέντα, άμα σημάναντος του εσπερινού, θα κομισθώσιν εις τον ναόν.

Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν. Το απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος με την πρώτη προσφορά του Αγαθούλη είχε γυρίσει την πλώρη προς την Πόλη και το καΐκι έτρεχε με τα κουπιά γρηγορώτερα απ' όσο ένα πουλί σκίζει τους αέρες. Ο Αγαθούλης φίλησε εκατό φορές τον Παγγλώσση και το βαρώνο. Και πώς συνέβη να μη σας έχω σκοτώσει, κύριε βαρώνε; και σεις, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς βρίσκεστε στη ζωή, αφού σας κρεμάσανε;

Παρατηρών την έκπληξιν και την χαράν της κατά το άνοιγμα του κιβωτίου, ανελογιζόμην συγχαίρων εμαυτόν διά την υπόκρισίν μου πόσον ευτελεστέρα θα της εφαίνετο η προσφορά μου, αν εγνώριζε την απροσδόκητον μεγαλοδωρίαν της τύχης.