United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντάτην πρύμνη θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος 'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225 κείνον, 'που, πριν εγκάτοικοςτην αρνοθρέπτα Πύλο, πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε• κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, 'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230 ενώ 'κείνοςτα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου βασανιζόντανάλυτα δεσμά• και του Νηλέα η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, 'πουτον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. και όμως εσώθη κ' έσυρετην Πύλο απ' την Φυλάκη 235 τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240 αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην• τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης• ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245 και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασετου γήρατος την θύρα, αλλάταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα• ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν• και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώτους αθανάτους 250 έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. χολώθη εκείνος του πατρός, καιτην Υπερησία ξενίτευσε, κ' εμάντευετα γένη των ανθρώπων. 255

Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόντην ώρα οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμάτο μαύρο πλοίο• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκατην ώρα της θυσίας, 260 καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου• και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου

Και όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν.

Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα• κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκανσπίτια τους καθένας• και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260 με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης•

Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και φρόνιμα, που τους έκαμεν όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι' αυτήν ημέραν και νύκτα.

Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385 και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του. άμ' έφθασαντο υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου, εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαντην αράδα, και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390 από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους, και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του. ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία, και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395 οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν, κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης, 'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη, και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400 'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμονσπίτι•του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.

Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα• χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420 δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου ταις τρίχαις απαρχήτο πυρ• και των θεών ευχόνταντο σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας. του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει, σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425 οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν, και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος, και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξετην φλόγα• και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430 τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.

Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, 'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760 έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης•