United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260 καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου• και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»
Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110 και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι, εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο, του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115 'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις, και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη; ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω, οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120
Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη• εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι• πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345 κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις, εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».
Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων, κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430 «άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας, της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων, να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι, ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435 οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας• ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».
Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη• κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
Λέξη Της Ημέρας