United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε μάτι γυρίζει κατά το θρόνο που στέκει καταμεσής, όλοι απαντέχουν τη Βασιλική συνοδία που ζύγωνε. Προβάλλουνε τέλος αξιωματικοί, προβάλλουνε φύλακες, αυλικοί. Όλοι στο πόδι να χαιρετήσουν το Βασιλέα, που πρόβαλε τέλος και κείνος. Ανάστημα·, πύργος· κορμί περίτρανο· ώμοι πλατιοί, πρόσωπο ηγεμονικό.

Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· «Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·

Αυτά 'πε κείνος, και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος, και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30 τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν, κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις, μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη. τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35 «Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου· οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων, τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν, 'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν· είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40

Μπορεί μάλιστα τα κύματά του να πάρουν άλλη θωριά, να διή ουρανό που δε γνώριζε πρώτα, και σαν τον ουρανό με τα σύννεφα, να γίνη, και κείνος άσπρος και γαλάζιος. Ίσως άλλαξε κι ο ποταμός.

Δύσκολο, φίλε μου, να ζη μόνη, έρημη η ψυχή· πώς θέλεις τότες να ενεργήση, να μπη σε δουλειά, ναγαπήση ή να μισήση; Δεν άκουσες τι λέει ο γέρος· «Μονώτη μεν ουν χαλεπός ο βίος· ου γαρ ράδιον καθ' αυτόν ενεργείν συνεχώς, μεθ' ετέρων δε και προς άλλους ράονΊσως εκείνη την ώρα που το είπε, είταν και κείνος μόνος.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». Είπε και κείνος κάθισετο στιλβωτό θρονί του. ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 καιτον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.

Εμείς όμως το βάζουμε, και το ύφος μας τότες έχει μια κάποια μυστικιά δύναμη που τη νοιώθει και κείνος που δεν μπορεί να την αναλύση.

Κιέξω από την εριστική παραφορά, δε βοήθησε σαυτή τη μεταβολή λίγο κι η ταραχή πούδειξε και μούπε το Βαγγελιό, όταν ακούστηκαν βήματα, ότι δεν έπρεπε να μας δουν μαζή. Ο φόβος κείνος μούλεγε πως ήμουν αρκετά μεγάλος, ώστε να σκανδαλισθούν όσοι θα μέβλεπαν σε μέρος ερημικό μένα κορίτσι. Κιόπως οι νέοι, πούχουν μουστάκια, ήτο φόβος κεγώ να εκθέσω μαφορμή τέτοια ένα κορίτσι.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 «Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. αλλ' όμως θα σου τον ειπώτον νου μ' ως αναφαίνει. πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· σκύλος ζαρκάδι παρδαλότα εμπροσθινά του εκράτει κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατοντο σώμα, κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινετο πλοίο, ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός τουτην ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».

Αυτά 'πε κείνος και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. ήταντην αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390 το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395 και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· «Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· ή τόξ' έχειτο σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύτα χέρια το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400