Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως την οκά, και δεν γελιέται. — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.

Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση, κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσειτο δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι του Τηλεμάχου, οπ' έρχονταιτο δώμα τούτο ικέταις. κ' εάν ο ξένος, θαρρετόςτην ρώμη των χεριών του, το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315 φοβείσ' ότιτο σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; αλλ' ουδέ κείνοςτην ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».

Τώρα, τώρα τα χείλη μου Δύνανται να φιλήσουν Του θανάτου τα γόνατα· Να στέψω το κρανίον του Δύναμαι τώρα. Πού είνε τα ρόδα; φέρετε Στεφάνους αμαράντους· Την λύραν δότε· υμνήσατε· Ο φοβερός εχθρός Έγινε φίλος. 'Κείνος οπού το μέτωπον Τρυφερών γυναικών Αγκάλιασε, πώς δύναται Εις ανδρικήν καρδίαν Να ρίψη φόβον;

Τούτα ενώ κείνος έζυαζετου λογισμού τα βάθη, 120 η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125 της γυναικός του Πόλυβου, 'πουταις Αιγύπτιαις Θήβαις εκατοικούσε, και άπειρατο σπίτι έχει τα πλούτη• του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130 χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135 κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα•

Όχι, όνειρο δεν είταν, όνειρο δεν μπορεί να είταν. Άξαφνα τη βλέπω, σαν που τη βλέπω ακόμη και τώρασαν που τα βλέπω ταναθεματισμένα αφτά τα ντουβάριαβλέπω το κάτασπρό της, τολόχρυσό της το κορμίκαι κείνος, Εκείνος, κοντά της, πλάγι της πλαγιασμένος εκεί απάνω, στην κάμερή της! Ορμώ στην κάμερή της απάνω.

Έπαιζε το χέρι αστόχαστα και το κέντημα γινότανε, θαρρείς, μοναχό του. — Μα είνε πόλεμος βλέπω! είπε ο Δημητράκης με θαυμασμό. — Ναι· ο πόλεμος πώκαμαν οι δικοί μας. Πίστεψαν πως με τις παλάβρες θα νικήσουν τον Τούρκο. Μα κείνος ρίχτηκε αψής, τους πήρε του κυνήγου και τους αφάνισε. Δεν ήταν τόσος ο αφανισμός όσο η ντροπή. Για τούτο έβαλα σκούρα κλωστή.

την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190 ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος· αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.

Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· «Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185 ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· επειδή μέγα ευρίσκεταιτην εργασμένην κλίνη θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190 ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195 με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200 και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν