United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι σα μάλωσαν οι διο με θυμωμένα λόγια, σηκώθηκαν, κι' η συντυχιά χωρίζει στα καράβια. 305 Κι' ο Αχιλέας πάγαινε των καλυβιών το δρόμο αντάμα με τον Πάτροκλο και τους δικούς του αθρώπους· κι' ο Αγαμέμνος έρηξε στη θάλασσα 'να πλοίο, και λαμνοκόπους διάλεξε ως είκοσι ανομάτους, κι' έμπασε μέσα τα σφαχτά του Φοίβου, και κατόπι έφερε μέσα κι' έκατσε την ώρια Χρυσοπούλα· 310 και μέσα τέλος αρχηγός μπήκε ο σοφός Δυσσέας.

Σε καθρέφτην ένας Γάτος 305 Άλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· 310 Αποπίσω ευτύς περνάει· Μον κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι. Σταματάει, συλλογιάζει, 315 Και ταράζει το κεφάλι·

Τώρα αφού ο χάρος πλάκωσε και πια δεν έχω ολπίδα, 300 έτσι ας μην πέσω σα ραγιάς δίχως τιμή, μα ας δείξω 304 καν άξια πριν παλικαριά που να βουήξει ο κόσμος305

Τούτο δε, διότι υπό τον τίτλον τούτον εσημειούντο ανταμοιβαί ή αποζημιώσεις, άς το έθνος εθεώρει καθήκον να αποτίνη μετά τον Αγώνα. Κατά τον προϋπολογισμόν του 1845 , υπήρχον 396 απόμαχοι λαμβάνοντες σύνταξιν μηνιαίαν δρ. 7,305. Τω 1845 η τάξις αύτη περιελάμβανε 1788 άτομα και προϋπέθετεν έξοδα μηνιαία δρ. 19,064.

Θάρρος, παιδιά! έλα ας μείνουμε μια στάλα ως που να δούμε, τάχα μαντέβει ψέματα ο Κάρχας ή κι' αλήθια. 300 Τι το θυμόσαστε καλά ακόμα αφτόμαρτύροι είστε όλοι εσείς που η συνοδιά δεν άρπαξε του χάρουσα χτες προχτές, τη σύναξη σαν είχαν τα καράβια μες στην Αβλίδα για να βγουν τους Τρώες να βαρέσουν, εμείς στους άγιους τους βωμούς, στο κεφαλάρι γύρω, 305 σφάζοντας βόδια απ' τους θεούς ζητούσαμε βοήθια στον ήσκιο ωραίας πλατανιάς, όθε έτρεχε καθάριο το ρέματότες φάνηκε μεγάλο 'να σημάδι.

Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος, μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του• η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος. μώλυ το λέγουν οι θεοί• κακά το ξεριζόνει 305 άνδρας θνητός• αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα.

Πάω ναν τους δω κι' ένα σωρό παλιές τους δυσαρέσκιες ναν τους διαλύνω, τι καιρό τώρα δεν παν να σμίξουν 305 σε στρώμα αγάπης, επειδής πεισμάτωσε η καρδιά τους. Αν την καρδιά τους πείσω εγώ με διο καλά λογάκια και φιλιωμένοι αγκαλιαστούν σαν πριν σ' αγάπης στρώμα πάντα ακριβή τους θα με λεν και λατρεφτή θα μ' έχουν.

Άμαξα εγώ και διο άλογα μ' ακούραστα τα σνίχια, 305 τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία, θα δώσω σ' όπιον του βαστάει με δόξα του μεγάλη να πάει κοντά στων Αχαιών τα πλοία, και να μάθει αν πάντα τα γοργότρεχα φυλάγουνται καράβια, για τώρα που τα στέρια μας τους ρήμαξαν κοντάρια 310 έβαλαν πια φεβγιό στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους σπασμένοι, δεν τους πάει η καρδιά τη νύχτα να φυλάξουν

«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης• ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις• μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305 μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις εδώτην γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».