United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νά σου άξαφνα ο Μίμης που κατεβαίνει τις ασκάλες. Του φωνάζουν οι φίλοι του Νίκου, πούτον και δικοί του, να τον κεράσουνε-γιατί δεν τόξεραν πως ήταν ψυχραμένοι με το Νίκο. Χαιρέτησε ο Μίμης κ’ ήρθε κ’ έκατσε. Ο Νίκος τον πήρε αψήφιστα το χαιρετισμό.

Σε πενήντα μέτρα βλέπω κι έρχουνταν ίσα με είκοσι τούρκοι αξιωματικοί με τον μ π ί μ π α σ η στη μέση και κουβεντιάζοντας. Τι λέει ο μ π ί μ π α σ η ς; μωρέ του κάνω. Ζητάει το διοικητή μας, κυρ λοχία. Πες του πως ο διοικητής μας είνε κουρασμένος και δε μπορεί ναρθή. Έκατσε πέρα στη σκηνή του, κι ό, τ' έχει να πη, ας μου τα πη εμένα και το ίδιο κάνει. Ο μ π ί μ π α σ η ς ρώτησε πώς πήγε η μάχη.

Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.

Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.

Ύστερα τα ξανάκλεισε πάλι. — Τίποτε. Δε σε φώναξα... Η Ασημίνα ένοιωθε πως δεν μπορούσε να βαστάξη πια. Έχανε τον κόσμο. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, σκούντηξε τον Βαγγέλη να σηκωθή κ' έπεσε στον καναπέ. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και τρίβοντας τα μάτια του πήγε κ' έκατσε κοντά στον άρρωστο. — Εσύ 'σαι, Βαγγέλη; — Εγώ, Γιώργη. — Να βρέξω το στόμα μου... λίγο νεράκι..

Κι' ο Αχιλέας στου γιαλού την πολυτάραχη άκρη βαριά στενάζοντας έκατσε με κύκλω τους συντρόφους, 60 σε μια άπλα πούσκαζε κοντά το κύμα στα χαλίκια.

Κι' ήρθε σε λίγο στων θεών τον τόπο, στου Ελύμπου τα κορφοβούνια, κι' έκατσε με την καρδιά θλιμένη σιμά στο Δία, κι' έδειχνε π' απ' την πληγή του μέσα 870 ανάβρυζε αίμα αθάνατο, κι' έτσι είπε με τα δάκρια «Δία πατέρα, τα φριχτά καμώματα που βλέπεις, 872 αφτά δε σε πειράζουνε; Μ' εσένα τάχουμε όλοι, 875 τι πήγες τη σκαρτάδα αφτή και γέννησες στον κόσμο, ανάθεμά την! που κακό πάντα ζητάει να κάνει.

Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. 425 Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα, με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της «Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει ατον πόλεμο ο παλικαράς π' άντρα μου εγώ τον είχα!

Πώς αλλοιώς θα την κάμη να πονέση περισσότερο, να πνιγή στα δάκρυα, να μαραθή από τη λύπη; Εστρηφογύρισε την εικόνα στα χέρια της με κάκια και χαρά, την κομμάτιασε κ' έρριξε τα κομμάτια απάνου της. — Να, μωρή, φά' τα! είπε. Κ' έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά Η Ασημίνα έκατσε στο κρεββάτι κυττάζοντας τα κομμάτια με χαύνες ματιές. Ένα κραχ! αιστάνθηκε μέσα της.

Τότ' όξω η Ήρα φώναξε την Ίριδα οχ τον πύργο — π' αφτή είταν των παντοτινών θεών μαντατοφόρακαι τον Απόλλο, και τους λέει διο φτερωμένα λόγια 145 «Στήν Ίδα εφτύς του Κρόνου ο γιος να πάτε σας προστάζει. Εκεί σα φτάστε κι' έρθετε στο Δία ομπρός, κοιτάξτε πρόθυμα κάντεακούστε μεότι σας πει και θέλειΕίπε, και μέσα γύρισε η σεβαστή Ήρα πάλι κι' έκατσε στο θρονί.