United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.

Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασιών. «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάζη την καλαμιά απ' την μεγαλείτερη.

Δεν είναι του σκοπού μας να τα ξεδιαλύσουμε εδώ αυτά τα ζητήματα. Ας περιοριστούμε λοιπό στην απλή δήγηση. Διοριστήκανε δέκα νομοδασκάλοι, μ' αρχηγό τον Τριβωνιανό, το γέννημα και το καμάρι της Παμφυλίας. Είτανε στην αρχή ο Τριβωνιανός δικηγόρος. Υπουργός όμως μεγαλοδύναμος και με βασιλική εξουσία στα χέρια του, αφού δα και Πάρεδρος, και Στόμα του Βασιλέα λεγότανε.

Την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα να σου ο πάρεδρος του χωριού με το δικαστικό κλητήρα· Έρχονταν συζητώντας κ' οι δυο και γελώντας ποιος ξέρει γιατί. Μόλις όμως τον είδαν, σοβαρεύτηκαν κι ο πάρεδρος με θλιμμένη φωνή του είπε σφίγγοντας το χέρι του. — Το μάθαμε... ζωή σε λόγου σου· ήταν καλή γυναίκα η μακαρίτισσα. — Ζωή σε λόγου σου· του είπε κι ο κλητήρας.

Σκοτίδ' άσ'βος , επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής. — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι.

Ναι... ευχαριστώ· εψιθύρισε ο Αριστόδημος. — Είνε αλήθεια λυπηρό· μα τι να γίνη; του ξανάειπε ο πάρεδρος, κυττάζοντάς τον με τα μικρά και πονηρά ματάκια του· αυτά 'χει ο κόσμος. Πέθανε στο σπίτι της Ελπίδας ναι, το μάθαμε· προτίμησε το μικρότερό της γιο. Ε, έτσι είνε οι μαννάδες· τη μοιράζουν και την αγάπη· τη μοιράζουνε.

Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Τον ανεκίνησαν.

Μοναχοί μας θάμαστε... Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.

Ευθύς άμα τη ανατολή του ηλίου, πριν προφθάσουν οι ναυαγοσώσται να μεταφέρουν και εξασφαλίσουν όλα τα λάφυρα, ο ειρηνοδίκης και ο πάρεδρος της δημαρχίας, ο «εκπληρών και τα αστυνομικά», ελθόντες κατέσχον ό,τι εύρον εξ όλων των διακομισθέντων πραγμάτων. Ο ειρηνοδίκης εξωδίκως απεφάνθη ότι, κατ' αυτόν οι άνθρωποι ούτοι δεν ήσαν ένοχοι, καθότι εγλύτωσαν τόσον πράγμα από την φθοράν.

Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και χαμόκλαδα με την δεξιάν.