United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια, του Ασπασμού. «Ω! Τις με θρηνήσει, τέκνον μου . . . ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας . . . Ω τέκνον, τίς ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν! . . . » Και πάλιν το παπαδόπουλον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κ' εμουρμούριζε τας λέξεις μαζύ με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήση·

Η Αϊμά εφυλάττετο να ομιλήση, και ο συνοδεύων αυτήν ουδέν ετόλμα να υποψιθυρίση. Ότε έφθασαν εις το ύπαιθρον, αν και η νυξ ήτο ζοφερωτάτη και πυκνά νέφη εσκότιζαν το στερέωμα, ο καλούμενος Μάχτος έκυπτε τόσον το πρόσωπον προς την γην, ώστε η Αϊμά δεν ηδύνατο να διακρίνη τους χαρακτήρας του προσώπου του. Η νέα εκράτει σφιγκτώς τον βραχίονά του, εκείνος δε δεν έστρεφε προς αυτήν το πρόσωπον.

Κατέφθασαν και άλλοι εκ διαφόρων μερών και ήναψαν την πυράν, η οποία ευθύς ανέδωκε μεγάλην φλόγα, διότι, ως είπα, απετελείτο από δαδιά και φρύγανα• εκείνος δε, και τώρα σε παρακαλώ να συγκεντρώσης όλην σου την προσοχήν, απέθεσε την πήραν, τον μανδύαν και το Ηράκλειον ρόπαλον το οποίον εκράτει και έμεινε μόνον με υποκάμισον φοβερά ρυπαρόν. Έπειτα εζήτησε λιβανωτόν διά να το ρίψη εις την πυράν.

Ήτο το πτώμα του δειλού Θανάση, ον ο αρχιληστής διεμέλισεν εν τη ληστρική οργή του. Οι μοναχοί, εις ους επεδείχθη υπό του δημάρχου, τον ανεγνώρισαν. Τόσην δ' αίσθησιν είχε προξενήσει εις αυτούς ο ληστής ούτος, ώστε και διαμελισμένον το σώμα τοις εφαίνετο ότι εκράτει ακόμη το τσιτσιρίζον τηγάνιον.

Μετ' ολίγον εξήλθε της αιθούσης και αμέσως επέστρεψε φέρων επί των παρδαλών ενδυμάτων του μαύρον επανωφόριον, ομματοϋάλια εις τους οφθαλμούς του και επί της κεφαλής του πίλον τρικαντώ. Η φυσιογνωμία και η συμπεριφορά του είχε μεταβληθή επί το σοβαρώτερον και αξιοπρεπέστερον. Εκράτει εις την αριστεράν φύλλον χάρτου και εσάλευε την ουράν του ως γραφίδα.

Οι όνυχες και οι οδόντες του λυσσασμένου θηρίου κατεξέσχιζαν όλον το δεξιόν πλευρόν του δυστυχούς νέου. Δεν ηδύνατο να μεταχειρισθή την μάχαιράν του, διότι διά να την εκβάλη από την ζώνην του έπρεπε να ελευθερώση την κεφαλήν της λυκαίνης, την οποίαν εκράτει πάντοτε με την αριστεράν χείρα του. Δεν ηδύνατο να κινήση την δεξιάν και να χαλαρώση την λαβίδα, όπου έμενε σφιγμένος ο λαιμός του ζώου.

Εις στιγμήν τοιαύτης εξάψεως συνήντησε μίαν ημέραν έξω του χωρίου τον Τερερέν και χωρίς κανένα πρόλογον τον συνέλαβεν από τον λαιμόν και τόσω δυνατά τον έσφιγξεν, ώστε η χειρ του ταλαιπώρου Αναγνώστου παρέλυσε και έπεσεν η αξίνη την οποίαν εκράτει. — Εσύ 'σαι, μωρέ, απού καφκάσαι πως θα με δέσης; ανεφώνησεν υψών αυτόν εις τον αέρα. — Για όνομα του Θεού! ετραύλισεν ο Τερερές με φωνήν ημίπνικτον.

Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος. — Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης. — Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου.

Αλλ' ο μανιώδης εκείνος βασιλεύς αντί πάσης άλλης απαντήσεως έσφαξε τους πρέσβεις, τους οποίους, καθώς είπαμεν πρότερον, είχε πέμψη ο Ηράκλειος προς αυτόν κατά το 616 και τους οποίους εκράτει έκτοτε δεσμίους.