United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μόλις ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.

Έξαφνα, εις τα βάθη εκεί, αναμέσον των δένδρων είδα προχωρούσας βραδέως δύο μορφάς συνεσφιγμένας. Ανεγνώρισα μακρόθεν του Μίρτου το ανάστημα. Έφερε το όπλον εις την αριστεράν χείρα, και διά του δεξιού βραχίονος εκράτει ενηγκαλισμένην γυναίκα στηρίζουσαν την κεφαλήν επί του ώμου του. Έστρεφε προς την σύντροφόν του το κεκλιμένον πρόσωπον, ώστε δεν ηδύνατο να με ίδη.

Οι δε Θηβαίοι και όσοι ως αυτούς απέχονται προβάτων, λέγουσιν ότι το έθιμον τούτο επεκράτησε παρ' αυτοίς διά την ακόλουθον αιτίαν. Ο Ηρακλής ηθέλησεν αφεύκτως να ίδη τον Δία, όστις δεν ήθελε να τον ίδη ο Ηρακλής· τέλος, επειδή επέμενεν ο Ηρακλής, εμηχανεύθη ο Ζευς το εξής. Εκδείρας κριόν και αποταμών την κεφαλήν αυτού, την εκράτει προ του προσώπου του, αφού εφόρεσε πρότερον την δοράν του κριού.

Πόσον συχνά εστεκόμουν μ' αυτήν εδώ, και ατενίζαμεν το αυτό λαμπρόν θέαμα, και τώρα. — Πηγαινοερχόμουν εις την δενδροστοιχίαν, η οποία μου ήτο τόσον αγαπητή· κάποια μυστηριώδης συμπάθεια τόσον συχνά με εκράτει εδώ, πριν γνωρίσω την Καρολίναν, και πόσον εχάρημεν, όταν εις την αρχήν της γνωριμίας μας απεκαλύψαμεν την αμοιβαίαν κλίσιν προς την μικράν αυτήν τοποθεσίαν!

Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.

Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε. Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.

Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνετη καρυά! Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της. Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα: — Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!

Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.

Εις την χείρα εκράτει την μπατίναν του, ράβδον μακράν, εις το κάτω μέρος φέρουσαν κεφαλήν χονδράν, διά της οποίας καταβάλλουν τους ταύρους. Το ύφος του ήτο γλυκύ και συμπαθές οι οφθαλμοί του γοργοί και ευκίνητοι τα χείλη του πάντοτε χαμογελώντα. Ο ζωέμπορος είχεν υπάγει από της προτεραίας να ίδη το λειβάδι του αγίου Γεωργίου, το οποίον εσκέπτετο να ενοικιάση διά την βοσκήν.

Τούτο ήτο παράδοξον μίγμα φόβου και αφοβίας, αλλ' όμως είνε αληθές. Διότι αμφότερα ένα είχον λόγον, το να μη αποτύχη ο σκοπός του. Ο άγνωστος δεν εφοβήθη υπέρ εαυτού, αλλά χάριν του σκοπού του. Ο κύων, ότε τον είδε πηδήσαντα αποτόμως, υπεχώρησε βήματά τινα, αλλ' είτα επανήλθεν εις την έφοδον. Ο άνθρωπος τον ηπείλησε με τα ξύλα, ά εκράτει, και απεμακρύνθη ο Χόμο, αλλά χωρίς να παύση να υλακτή.