United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρυφή και εν τω σκότει διεδραματίσθη η σκηνή, και άν τινες την είδον, εσφραγισμένα ήσαν τα χείλη των· αλλ' ο δήμιος εξήλθεν εις το φως βαστάζων από της κόμης την ευγενή εκείνην κεφαλήν, κ' εκεί, εν τη ώχρα του προσφάτου θανάτου, ετέθη επί δίσκου από της βασιλικής τραπέζης. Το κοράσιον την έλαβε, και φρικώδης ως Μέγαιρα την έφερε προς την μητέρα της.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος βαστάζων την βασιλόπητταν επί κεφαλής, κεκοσμημένην διά πορτοκαλλίων βαρακωμένων και εις τας χείρας κρατών φανάριον απλούν προηγείτο σπεύδων, ηκολούθει δε η σύζυγός του η Μιλάχρω, υψηλή και μαύρη, βαστάζουσα ευλαβώς επί της κεφαλής της με τας δύο χείρας της το σινίον το παμμέγιστον, ως κύκλον μυλόπετρας, το περιέχον τον βαρύτατον και παχύτατον μπακλαβάν με τα είκοσι φύλλα, δέκα από πάνω και δέκα από κάτω, διαχέοντα παχείαν ευωδίαν εις την οδόν.

Ερώτησε χαριεντιζόμενος, ο αγαθός πλοίαρχος με ξηρομασημένας λέξεις, βαστάζων μεταξύ των οδόντων τεμάχιον μολυβδοκονδύλου. Ο πηδαλιούχος σαν να επειράχθη, αδιάφορος, χωρίς ν' απαντήση εκύτταζε προς το πέλαγος, κάτω, όπου η Σκιάθος ολονέν εξηφανίζετο υπό έναν γαλανόν πέπλον με κλαδιά ενώ κ' εκεί, χρυσά, λευκά, πράσινα, γαλάζια κλαδιά, κόκκινα κλαδιά.

Αφού δε εγύρισαν, την νύκτα, κ' εβόλεψε την βάρκα, και ήτο έτοιμος ν' αποβιβασθή και αυτός πηδών εις την άμμον, με τα ένα χέρι βαστάζων τα οψάρια εις ορμαθούς, τα μερίδιόν του, και με το άλλο τα παπούτσια του, εγλύστρησε κ' έπεσεν εις την θάλασσαν κ' εκτύπησετα μούτρα σε κάτι πέτραις οπού ήταν ένα μήνα πρισμένα.

Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.

Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του ασπόνδου αντιπάλου του: — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ- Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.

Αλλ' εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε: — Κάνας καλός!

Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς: — Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα!

Φορών βαρέα ρωσικά υποδήματα ο δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους αποκρύφους του οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την θεσσαλικήν χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την σέλλαν του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον, και το εκ λευκοσιδήρου μέτρον.

Και επροχώρει προς την θύραν βαστάζων την επιστολήν ανοικτήν ακόμη και επαναλαμβάνων ως εν παραληρήματι: — Ποιος; Ποιος ήλθεν; Ότε εμβαίνει με χαράν η νύμφη του βαστάζουσα και αυτή την άρτι κομισθείσαν επιστολήν της ανοικτήν· ηκολούθει δε η γραία μητέρα της, χαζή από την εξαφνικήν χαράν της και παραπαίουσα ως από οίνου. — Καλώς τον δεχθήκαμε, κραυγάζουν και αι δύο συγχρόνως, καλώς τον δεχθήκαμε!