United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόση χιών, επειδή ήτο νηνεμία καθ' όλην την νύκτα, είχε συσσωρευθή εις τους πυκνοφύλλους κλώνους των, ώστε ούτοι λυγίσαντες προς τα κάτω κατεχώσθησαν κατά πρώτον κ' εκαρφώθησαν στερεώς κάτω εις την παχείαν του εδάφους χιόνα, είτα και άλλης χιόνος συσσωρευθείσης δεν αντέσχον κ' εθραύσθησαν γηραιοί και ογκώδεις κλώνοι, ξεγκλισθέντες οικτρώς από των κορμών.

Διέκρινα και άλλους τινάς οι οποίοι καθήμενοι επί εδρών εφιλονείκουν και εκραύγαζαν• συνεπέρανα λοιπόν ότι θα ήσαν φιλόσοφοι από τους συζητητικούς εκείνους και φιλονείκους και απεφάσισα να πλησιάσω και ν' ακούσω τι έλεγαν. Και επειδή ήμουν περιτυλιγμένος με παχείαν νεφέλην, έδωκα εις το εξωτερικόν μου φιλοσοφικόν σχήμα και απλώσας τα γένεια μου έγινα ομοιότατος προς φιλόσοφον.

Ούτω λοιπόν η θειά-Ζωίτσα μετά τον θάνατον του συζύγου της ευρέθη άνευ κινητής περιουσίας, με την ασήμαντον προίκα της, τας δύο θυγατέρας, και τας βαρβάρους ενοχλήσεις του δανειστού, ένεκα των οποίων πολλάκις ηναγκάσθη, με όλην την πεποίθησιν ην είχεν εις το δίκαιόν της, να καταφύγη εις την συμβουλήν του μόνου δικολάβου της κώμης, φέρουσα και μίαν παχείαν όρνιθα, ίνα ερωτήση αν πραγματικώς η προιξ δεν κατάσχεται.

Τον είχε σπουδάσει καλά ο Μπάρμπα-Σταύρος τον κολλήγαν του τον πονηρόν, όστις πάντοτε, οσάκις έκαμνε καμμίαν ζημίαν εις τον ελαιώνα, επρόφθανεν αμέσως με τα δώρα, πότε με τσαντίλα μιζίθρα, πότε με κατσικάκι, πότε με καμμιά κόττα του βουνού παχείαν. Ηγάλλετο δε τότε ο παράδοξος φιλάργυρος γέρων, αναλογιζόμενος ότι εσώζετο από την δαπάνην του φαγητού.

Σπόροι μικροί, μικροί ως κόκκοι σινάπεως, εφύησαν εις δένδρα ακμαία, χάρις εις την παχείαν γην της ελληνικής φυγοπονίας και απαθείας, ανεκλαδώθησαν εις εύρος και ύψος, και κινδυνεύουσι να πνίξωσιν υπό την βαρείαν αυτών σκιάν πάσαν υγιά και εύρωστον βλάστησιν.

Και επροσπάθησεν ο Λιάκος να μειδιάση. — Ελπίζω ότι δεν εθύμωσες, υπέλαβε συνδιαλλακτικώς ο Κ. Πλατέας. — Διατί να θυμώσω; — Βέβαια, βέβαια! Και θλίψας την παχείαν χείρα, την οποίαν ο Κ. Πλατέας έτεινε φιλικώς, εξηκολούθησεν ο Κ. Λιάκος τον δρόμον του ταχύνας το βήμα, ενώ ο καθηγητής των Ελληνικών επορεύετο βραδέως προς την οικίαν του.

Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με λαδωμένον υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν, απτόμενος ελαφρά-ελαφρά του μοχλούτης μακράς δρυίνης μανέλλας, — της περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι, χασμώμενοι, μόλις εγερθέντες — η πρωινή φρουράεντός της ομίχλης, παραπλεύρως της μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον αργάτην τον προσέλκοντα τον μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου περιελισσομένου περί αυτόν.