United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σενέκας ετάχθη με την γνώμην ταύτην καθώς και ο ύπατος Λικίνιος. Εν τούτοις ο αναβρασμός κάτω εγίνετο ορμητικώτερος. Ο λαός ωπλίζετο με λίθους, με πασσάλους σκηνών, με σανίδας αποσπωμένας από τα αμάξια και με παν σιδηρούν αντικείμενον. Αρχηγοί τινες λόχων ήλθον να δηλώσουν ότι οι πραιτωριανοί, υπό την πίεσιν του πλήθους, ησθάνοντο μεγίστην δυσκολίαν να παραμείνουν εις την γραμμήν της μάχης.

Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.

Εις την μίαν δε άκραν εκρέμασαν δι' αλύσεων λέβητα· έν δε ακροφύσιον σιδηρούν, όπου έκλινε προς τον λέβητα, εκρέματο από της κεραίας, της οποίας το πλείστον μέρος ήτον επίσης ενουμένον με σίδηρον.

Ένδειξις δε τούτου είναι, το ότι και ημάς λέγει ότι είμεθα σιδηρούν γένος. Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης. Λοιπόν και από τους σημερινούς, αν υπάρχη κανείς αγαθός, δεν εννοεί ότι αυτός κατάγεται από εκείνο το χρυσούν γένος; Ερμογένης. Είναι πιθανόν βέβαια. Σωκράτης. Οι δε αγαθοί είναι τίποτε άλλο παρά φρόνιμοι; Ερμογένης. Φρόνιμοι. Σωκράτης.

Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος.

Όθεν δεν είχον παρέλθει ολίγαι εβδομάδες και το λεπτόν σιδηρούν πέταλον εστράβωσεν ελεεινά, και αντί να δεικνύη μεσημβρίαν εδείκνυε μίαν και ημίσειαν ώραν, κανείς δε δεν είχε φροντίσει εν τω μεταξύ να το διορθώση ή το αντικαταστήση.

Τέλος εφάνη ως να απεφάσισε τι, και έκαμε κίνημα όμοιον με το του υπνηλού του παλαίοντος με τα όνειρά του. Ανωρθώθη δε πάλιν και επανέλαβε το έργον του. Αλλά την στιγμήν εκείνην, καθ' ην αντήχησεν η τελευταία δόνησις του μεγάλου κώδωνος, όστις τελευταίος εκρούσθη μετά το σιδηρούν σήμαντρον και τους μικρούς κώδωνας, υλακή κυνός ηκούσθη, απαντώσα εις τον εκπνέοντα βαρύγδουπον κρότον.

Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.

Εις την Λακεδαίμονα μεταχειρίζονται νόμισμα σιδηρούν, και τούτο διά το ευτελές του σιδήρου• και όστις έχει πολύ του τοιούτου σιδηρού νομίσματος θεωρείται πλούσιος, εις άλλο δε μέρος το νόμισμα τούτο δεν έχει καμμίαν αξίαν. Εις την Αιθιοπίαν μεταχειρίζονται νόμισμα λίθους γεγλυμμένους, τους οποίους ανήρ Λακωνικός δεν ημπορεί να μεταχειρισθή.

Τώρα βλέπει τον εαυτόν της μόνον εις τον σιδηρούν αιώνα, και δεν θα την εκύτταζε κανείς, αν η ανεψιά της δεν ήτο τόσον αξιαγάπητη. 8 Ιανουαρίου 1772. Τι άνθρωποι είναι εκείνοι που ολόκληρη η ψυχή τους βασανίζεται εις τους τύπους, που αι σκέψεις των και αι επιθυμίαι των εις τούτο τείνουν επί πολλά έτη, πώς να χωθούν στο τραπέζι σε μια θέσι, παραπάνω!