United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ταύτην λοιπόν σπεύδει ν’ αποβάλη ή μάλλον να σχίση, τρέχουσα ως μαινομένη και σκορπίζουσα περί αυτήν τα τεμάχια του υφάσματος, μέχρις ου καταβληθείσα υπό του τρόμου και του καμάτου καταπέση ημιθανής και ημίγυμνος επί της χλόης.

Πριν έμβω εις το κατάστημα, εγύριζον νυχθημερόν ζητεύουσα· ενθυμούμαι δε κάλλιστα και τας περιφρονήσεις των διαβατών, και τους πικρούς των λόγους, και τας ψυχράς νύκτας, τας οποίας ημίγυμνος και ανυπόδητος, τρέμουσα και πεινώσα, διήλθον άυπνος εις τας δημοσίους οδούς. Η καρδία μου κλαίει οσάκις περί πτωχών ακούω, παρηγορείται δε και ευφραίνεται οσάκις δύναμαι να τοις προσφέρω μικράν βοήθειαν.

Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος.

Ο κοιτών εφωτίζετο υπό λυχνίας καιούσης προ της εικόνος του χρίστιανισθέντος Πριάπου, η δε Ιωάννα ημίγυμνος ως θεά του Ολύμπου και ωραία ως εκείναι, παρίστα εικόνα τοσούτω θελκτικήν, ώστε προ αυτής ο Άγ. Αμούν ήθελε λησμονήσει τους όρκους του και ο Ωριγένης την συμφοράν του και αυτός, νομίζω, ο Θεμιστοκλής το τρόπαιον του Μιλτιάδου.

Όταν έλαβε το ποτήρι ο Αλκιδάμας εσιώπησεν επί πολύ• έπειτα επλάγιασε κατά γης και στηριζόμενος εις τον αγκώνα του έμεινεν εις την θέσιν εκείνην, ημίγυμνος και κρατών το ποτήρι όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Ηρακλήν φιλοξενούμενον υπό του Φόλου .

Η Κλυταιμνήστρα έχει ήδη φονευθή και φαίνεται ημίγυμνος επί τινος κλίνης• οι δε θεράποντες όλοι, κατάπληκτοι διά τα γενόμενα, φαίνονται άλλοι μεν ότι κραυγάζουν, άλλοι δε ότι παρατηρούν γύρω διά να εύρουν μέρος να φύγουν.

Την επιούσαν εξύπνησα ενωρίς, επειδή δε έπρεπε να εξέλθω προς επίσκεψιν μερικών φίλων, η πρώτη μου φροντίς ήτο να ενδυθώ καταλλήλως. Και λοιπόν εγονάτισα ημίγυμνος προ του μαρσίππου μου, τον εξεκλείδωσα, τον ήνοιξα και τι νομίζετε να είδα; Ακριβώς εις το μέσον της σινδόνος, ήτις εσκέπαζε τα εν τω κιβωτίω φορέματα, εκάθητο ακίνητος μία αράχνη πρώτου μεγέθους! Έμεινα κατάπληκτος.

Ως άσμα του χορού ετονίσθη δια την παράστασιν η πρώτη στροφή «Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες» ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου χωρίου. Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας, ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον. Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς αφόδευσιν.

Είξευρεν ότι ο Γάρμπος δεν ηστεΐζετο, και αν σήμερον εδυστύχει, ηδύνατο άλλην τινά ημέραν να οπλίση δέκα ή δώδεκα τολμητίας, και να του τα κάμη θάλασσα. Την αυτήν όμως διάκρισιν δεν έδειξε και ο ημίγυμνος Δαρώτας, κλέπτης εκ γενετής, επιτήδειος αλήτης, όστις παρεμόνευε τους διαβάτας και ηλάφρυνε πολλάκις αυτούς, αν είχον φορτίον τι, όπερ έκρινε δυσανάλογον προς τους ώμους των.