United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά την φοβεράν εκείνην καταστροφήν είς των αρχιστρατήγων, ο Σαρβαραζάς, γυμνός και ανυπόδητος, πηδήσας εις ίππον έφυγε και εσώθη. Αλλά οι υπό τον Σαρβαραζάν Πέρσαι αξιωματικοί, οι σατράπαι και οι επίλεκτοι στρατιώται εφονεύθησαν. Πολλοί των δυστυχών τούτων εζήτουν την σωτηρίαν των εις τας στέγας των οικιών. Αλλά το πυρ, το οποίον έθεσαν εις την πόλιν οι νικηταί, κατέστρεψε τα πάντα.

Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.

Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς, μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν τίποτε. Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν. Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις κατορθών να φωνήση·Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!

Πριν έμβω εις το κατάστημα, εγύριζον νυχθημερόν ζητεύουσα· ενθυμούμαι δε κάλλιστα και τας περιφρονήσεις των διαβατών, και τους πικρούς των λόγους, και τας ψυχράς νύκτας, τας οποίας ημίγυμνος και ανυπόδητος, τρέμουσα και πεινώσα, διήλθον άυπνος εις τας δημοσίους οδούς. Η καρδία μου κλαίει οσάκις περί πτωχών ακούω, παρηγορείται δε και ευφραίνεται οσάκις δύναμαι να τοις προσφέρω μικράν βοήθειαν.

Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθέν της, — την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο είς εκ των διωκτώνκαι τ' αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ' αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μία έμπνευσις.

Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν. — Πώς εδώ, ευλογημένε; — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου!

Οι δύο αχώριστοι φίλοι, ο είς στολισμένος τα εορτάσιμα, ο έτερος με τα μόνα ενδύματά του, ο πρώτος φέρων εις τους πρησμένους πόδας του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ανυπόδητος, άρχισαν το πρωί, απολείτουργα, την περιοδείαν των από την μίαν άκρην της κωμοπόλεως εις την άλλην. Μίαν φοράν, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχεν ειπεί αυθαδώς, ότι «σηκώνουν τα υψώματα» οι δύο τους.

Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του. Δισταγμοί. Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες.

Και διήλθε χωρίς να ίδη τον Θωμάν, όστις καθήμενος παρά την θύραν, ανυπόδητος τον ένα πόδα, κατεγίνετο να εμβαλώση το υπόδημά του. — Ο προκομένος, εγρύλλισεν όταν είδε τον Μανώλην. Μετά τας απειλητικός νουθεσίας των προεστών, ο Μανώλης επί τινα καιρόν εφάνη ως σωφρονισθείς, όχι όμως τόσον εκ φόβου, όσον εξ ανάγκης. Διότι δεν εφοβείτο πλέον.

Και αυτή τι την έχεις; επανέλαβεν η γυνή δεικνύουσα την Αϊμάν. — Είνε κόρη μου. — Σαν άρρωστη μου φαίνεται, είπεν η φιλοπράγμων γυνή. Ο Πρωτόγυφτος εμυρμύρισε·Πάμε, Αϊμά. Και λαβών εκ της χειρός την νέαν προυχώρησεν, όπως αποφύγη τας φορτικάς ερωτήσεις της γυναικός εκείνης. Αύτη ηκολούθησεν αυτούς, ανυπόδητος και με την ηλακάτην όπως ήτο, βαδίζουσα τριάκοντα βήματα όπισθεν αυτών.