United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα κινήματα που έκαμνε και το κρασί που έβραζε μέσα εις το στομάχι του γεμάτον από διάφορα οπωρικά, του αναποδογύρισαν τα φαγητά εις το στομάχι, και του εκίνησαν ένα ξερατόν, που εκινδύνευε να ξεράση και τα εντόσθιά του, και τότε τα ποδάριά του αφέθησαν ωσάν νεκρά· και βλέποντας ότι δεν με σφίγγει πλέον, το έρριψα εις την γην και σηκώνοντας μίαν πέτραν εσύντριψα την κάραν του θηριώδους και κακοτρόπου γέροντος.

Όπως το πλατάνι, που της ρίζες του απλώνει σε τόπον όπου τρέχουνε νερά και θεριέβει το κορμί του κι' όσο πάει και φουντώνει, έτσι σαν γίγαντας υψώνεται, όποιος γερά στα δάκτυλα σφίγγει της Πίστης τα λουριά.

Και πέφτει μες στις σκόνες, και σφίγγει με τα δόντια του το μέταλλο το κρύο. 75 Το θεϊκόνε Υψήνορα τότες ο γιος του Βαίμου, γιο του γενναίου Δολοπιού, πούτανε του Σκαμάντρου βαλμένος λειτουργός και λες θεό ο λαός τον είχε, τότε ο λεβέντης Βρύπυλος τον πήρε κυνηγώντας, κι' εκεί μπροστά του πούφεβγε, πηδάει και του καθίζει 80 στον ώμο μια με το σπαθί κι' ως πέρα ξει το χέρι.

Τοιούτοι και οι έναυλοι εν πάση μνήμη τέσσαρες πρώτοι στίχοι της « Φροσύνης »: Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, Εσβύσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθειά στην αγκαλιά της Γιατ' είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μη το χάση.

Τους βλέπω εγώ, Διαμάντητου Βακογιάννη τα πλευρά, 'ς τα στήθια του Καλύβα Χτυπάει το κύμα και σκορπά. Τους έζωσε η πλημμύρα Και δε σπαράζουν απεκεί. Τρέχα να πης του Λάμπρου Να πάη μ' εξήντα διαλεχτούς... Φτερά... κ' η ώρα σφίγγει. Μήτρε μου! Το μιλλιόνι μου... Μας είδανε... Ο δερβίσης Στάθηκ' εμπρός και ρυάζεται... Κρατεί και δυο κεφάλια!.. — Εδώθε του Δεσπότη μας, ζερβιά του Παπαγιάννη.

Αρίθμητ' άλογα και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά. Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ' άγριο χαμόγελο. — Πέρασαν κι από δω· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα. . . .

Ναι, μόνον όταν θα έχω γραμένο πια εκείνο που τώρα ζητά το δρόμο του απάνω στάγραφα φύλλα, που ίσως μια μέρα γίνουνε βιβλίο, μόνο τότε ελπίζω πως η ίδια η διήγηση θα μπορέση να μου δώση το κλειδί για να λύσω το αίνιγμα, που με βασανίζει και με ανησυχεί τώρα: τι δηλαδή είτανε στη ζωή μου όνειρο και τι πραγματικότητα. Γιατί δεν είναι μόνο η λύπη που με σφίγγει.

Ωσάν του Πίνδου τα βουνά. Γνωρίζω τον Κωλέττη. Το δεξί χέρι 'πρότεινε, Τον Οδυσσέα αρπάζει. Τον σφίγγει μεςτην αγκαλιά, Και τον φιλείτο στόμα, Και λέγει: «Οδυσσέα μου! . . . » Μ' εχθρεύεσαι ακόμα; . . . » Ακόμα δε μ' εσχώρεσες; . . .» Κι' ο Οδυσσεύς φωνάζει

Ίσως των έρμων μια σταλιά το δάκρυ τους στεγνώσει, αν την αρματωσά σου εγώ και το κεφάλι πάρω και τ' απιθώσω σπίτι μας στα χέρια των γονιών του. 40 Μα αφτή η δουλιά αδοκίμαστη καιρό δε θα τραβήξει είτε απολέμιστη... ότι βγει, καν θάνατος καν νίκηΕίπε, κι' ευτύς μια κονταριά τού σφίγγει στην ασπίδα, μα δεν την έσκισε ο χαλκός, μον μες στη στέρια ασπίδα στράβωσε η μύτη.

Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά.