United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό. Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα. Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές. Να τώρα!

Μα εσάς, Βοριά και Ζέφυρε, σας κράζει ο Αχιλέας να τρέξτε γοργοσίφουνοισφαχτά σας τάζει αν τρέξτεκαι να φτερώστε τη φωτιά, όπου βαλμένος στέκει 210 ο Πάτροκλος που οι Δαναοί κλαιν όλοι το χαμό τουΕίπε και φέβγει. Τότε οι διο σηκώθηκαν ανέμοι μ' αχούς και κρότους, κι' έσπρωχναν τα σύγνεφα μπροστά τους.

Ότε επρόφερε μεγαλοφώνως την τελευταίαν φράσιν ο ξένος, ήχησεν αύτη παραδόξως, ως ειρωνεία, εις το ους αυτού. Ενόσω εσκέπτετο ενδιαθέτως τούτο, εφαίνετο αυτώ πιθανόν, αλλ' ότε το εξέφρασε, τω εφάνη γελοίον, και είπε καθ' εαυτόν: Να είνε βαλμένος; Και ποιος είμαι εγώ διά να φροντίζουν δι' εμέ, να με κατασκοπεύουν; Ποίος ενδιαφέρεται διά τον δυστυχή εμέ; Και εστέναξεν.

Μ' αρέσει. Αν κακό του κάνης, θα σε παρατήσω και ρέβοντας μακρυά από του κορμιού μου τη ζεστασιά, θα μαραθής από χτυκιό κι' απ' την απελπισιά! ΓαλέριοςΆγιος Δημήτριος. Μα και η μάννα μου αν ζούσε, γυιόν ακόμα και αν είχα, Θε να τους έσφαζα, στ' ορκίζομαι, και ούτε τρίχα δεν θα μου καιγότανε. Γιατί πιστεύω πως είμαι βαλμένος σ' αυτή την εξουσία από τους θεούς.

Οι φύλακες με πολλήν ευλάβειαν με επήραν και με έφεραν εις τον Βασιλέα. Ο Βασιλεύς με επαρουσίασεν εις τον μέγαν Δερβύσην. Επεριπάτησα επάνω εις το έδαφος χωρίς να βλαφθώ· εμπήκα εις τον ναόν, και τέλος πάντων είδα τον μέγαν Καισάγιαν, που ήτον βαλμένος εις ένα θρόνον χρυσόν.

Και πέφτει μες στις σκόνες, και σφίγγει με τα δόντια του το μέταλλο το κρύο. 75 Το θεϊκόνε Υψήνορα τότες ο γιος του Βαίμου, γιο του γενναίου Δολοπιού, πούτανε του Σκαμάντρου βαλμένος λειτουργός και λες θεό ο λαός τον είχε, τότε ο λεβέντης Βρύπυλος τον πήρε κυνηγώντας, κι' εκεί μπροστά του πούφεβγε, πηδάει και του καθίζει 80 στον ώμο μια με το σπαθί κι' ως πέρα ξει το χέρι.