Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Δεν έχει φέβγω πια να πεις, τι η Αθηνά η Παλλάδα 270 θα σε ξεκάνει τώρα εδώ με τ' άσπλαχνό μου χέρι, κι' ως στο στερνό μια κοπανιά τα πάθια των συντρόφων θα σ' τα ξοφλήσω πούσφαζες βαρώντας τους με λύσσαΕίπε, και σιώντας τίναξε το χαλκωμένο φράξο· μα τόδε ομπρός ο Έχτορας κι' απόφυγε το χτύπο, τι έσκυψε πριν, και τρέχα αφτό του σφύριξε από πάνου 275 και πέρα μπήχτηκε στη γης.

Κι' έπιασε κόρδα και λαβές αντάμα και τραβούσε· την κόρδα αγγίζει στο βυζί, τ' αγκύλι στο δοξάρι. Και τέλος πια σαν τέντωσε το λυγιστό δοξάρι, σφύριξε τ' όπλο... η κόρδα αψά βογγάει... πηδά η σαΐτα... 125 γοργόσταλτη, μες στο σωρό να πέσει λαχταρώντας. Μονάχα δε σε ξέχασαν, Μενέλα, μήτε εσένα οι τρισμακάριστοι θεοί, κι' η Αθηνά πιο πρώτη, που μπήκε ομπρός και σούδιωξε την άχαρη σαΐτα.

Αυτός είν' ένας επιπόλαιος· είπε· ένας αγράμματος... Αυτό μας έμεινε, να μας δείξουν οι ξένοι το σπίτι μας!... Εγώ το είπα, το λέω και θαν το λέω ως που να πεθάνω· μόνον ένας Ευμορφόπουλος μπορεί να γράψη για τέτοιο ζήτημα... Ο Δημητράκης φουρκίστηκε· τούρριξε άγριες ματιές κ' ήταν έτοιμος να λογοπιαστή. — Σσ... του σφύριξε η Ελπίδα στ' αφτί ανασηκώνοντας τους ώμους της.

Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερασκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.

Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει — ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους505 για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους.

Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Έπιασε με τα δυο ζαρωμένα χέρια της τα νερουλά και κρεμασμένα σαν αγελάδας βυζιά της όξω από το ξετραχηλισμένο πολκάκι της, τάσυρε, τα τράβηξε πολύ προς τα όξω, ίσα κατά τη σπάθα του υπενωμοτάρχου και σφύριξε αυτά τα λόγια σαν οχιά: — Να! χτύπα, μαγγούφη, χτύπα αν δεν έπιες ποτέ σου γάλα απ' τα βυζιά της μάννας σου... χτύπα, μαγγούφη!...

Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύονταςκάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτίΠάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.

Σσ... του σφύριξε ο Σταθόπουλος στ' αφτί. Μυαλό θα βάλης στην κολοκύθα τους; Να το ειπώ! Και ποιος τολμάει; Ξέρεις τι έγινε στον Άηθανάση ; — Τι; — Μόλις μας είδαν οι καλόγεροι κατάλαβαν το σκοπό μας και πυροβόλησαν στο σωρό· πλήγωσαν μάλιστα και τον Κουφό στον ώμο. Ρίχτηκαν όμως ετούτοι απάνω τους· άστραψαν κάμες, πιστόλες, έπεσαν πέτρες που κλείστηκαν οι καλόγεροι περίτρομοι στα κελλιά τους.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν