Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, ταυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγή κ' η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλοια. — Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.
Ολόγυρα το δάσος άπλονε τον κατάγυμνο χειμωνιάτικο σκελετό του, π' ανάμεσα του ξάνοιγαν φανταστικά, μακριά οι χιονισμένες κορυφές των μεγάλων βουνών πλημμυρισμένες στο φως του φεγγαριού. Σκεπασμένη από πράσινο χνουδωτό τάπητα η γις, κι από ένα χρωματιστό στρώμα απ' ανεμώνες, ξάτμιζε ολοένα πιο πολύ, την πυκνή εκείνη αντάρα, που σκεπάζει τη φύση τις βραδιές του χειμώνα κοντά από βροχή.
Εγώ μια φορά τ' άκουσα, μιαν ώρα, μια στιγμή καλή και βλογημένη κ' έπειτα τόχασα· μούδωκε την άξια του υπόσκεση και χάθηκε σα φάντασμα. Έτσι ήταν μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό μα καλόβουλο και καλόκαρδο μεσημέρι εδώ και δέκα χρόνια. Έμπαινα για να θρονιαστώ στο καινούριο σπίτι μας· το σπιτάκι μας τ' απλόχωρο με τις πόρτες τις τορνευτές και τις μαρμαρένιες σκάλες του.
Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσης 'ς το βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουν 'ς την καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.
Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο. Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.
Εις απάντησιν ο Πάπος ήρχισε να ροχαλίζη. Το φεγγάρι είχε «πιασθή χειμωνιάτικο», και όλοι έλεγαν «δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης». Την πρώτην ημέραν ήτο ευδία, και την δευτέραν ως το δειλινόν. Προς το βράδυ ο καιρός εχάλασεν. Απειλητικά σύννεφα είχον σωρευθή προς βορράν και προς ανατολάς· την νύκτα ο καιρός εχειροτέρευσε πολύ, και προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία.
Ανθίζουν οι μυγδαλιές, βλαστάνουν τα δέντρα, ξανανιόνουν τα πουλιά, γελά η φύση, αγάπη μεγάλη χύνεται και πλημμυρίζει όλη την εξοχή. Τα λιοστάσια αφίνουν το χειμωνιάτικο σταχτή χρώμα τους, πρασινίζουν κι αχτινοβολούν στον ήλιο, τα σιτάρια υψόνονται, το χορτάρι και το τριφύλλι μεγαλόνει, η δροσιά το λούζει, από μαργαριτάρια γεμίζει ο κάμπος.
— Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.
Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι' αυτόν έλπιζε, γι' αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή. Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρια τους. Έκαμε να καθίση ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθή.
Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν