United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και χάμου εκάθισετην στάκτη της γωνίστρας, σιμάτην στια• και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι• και αργάαυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, 155 ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων• και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταντους λόγους πρώτος• τούτος αγόρευσεαυτούς με καλή γνώμη κ' είπε• «Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο, χάμου ο ξένος να κάθεταιτην στάκτη της γωνίστρας• 160 τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει. αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει• 165 και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση».

Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο. Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.

Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνητην στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησ' Οδυσσέας• «Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• κάλλια συμφέρει του πτωχούτην πόλι να ζητεύη ή 'ς τους αγρούς• κ' εκείεμέ θα δώσ' όποιος θελήση. τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώταις μάνδραις, 20 για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, αφούτην στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25

Εκεί στις άξιες φώναξε τις σκλάβες μες στον πύργο στη στια να βάλουν τρίποδο λεβέτι απ' τα μεγάλα, για νάχει έτσι έτοιμο ζεστό λουτρό όταν κουρασμένος πίσω γυρίσει ο Έχτορας στον πύργο του οχ τη μάχη ... Αχ έρμα, πού να φανταστείς π' αλάργα από λουτρά σου 445 τον έσφαξε η θεά Αθηνά μ' ένα κοντάρι οχτρού του!

Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 τρέμοντας εσυρθήκαμετου άντρου μες τα βάθη. τα παχειά πρόβατ' έμπασετο ευρύχωρο το σπήλαιο. όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθετα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255

Είνε αβλεμόνι ο πόνος μου, πέλαγο δίχως άκρη, Δρακόλιμνα χωρίς βυθό, γης χάσμα, στια μεγάλη, Πόταμος με κατεβασιά που ριζιμιά ξεσέρνει. Κ' η Χρύσω είν', άστρι, η μάγισσα που δύνεται και ξέρει Πώς να μερέψη ο ποταμός, η στια πώς ν' αποσβύση, Πώς του πελάου ο αβλέμονας, πώς ο βυθός της λίμνης Να στίψουνε, να πατηθούν κι' ο χαλασμός να πάψη. Όμως ποτέ δεν ξάνοιξα καλό ένα διάνεμά της.