Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Εδώ, αφού εσηκώθηκε επάνω από τα κεφάλια του πλήθους, ευρήκε μέσον να πλησιάση τον τοίχον επήρεν ένα φανάρι από μια από τας καρυάτιδας, επανήθεν όπως επήγεν εις το κέντρον της αιθούσης, επήδησε με ευκινησίαν πιθήκου επάνω από το κεφάλι του βασιλέως, και από εκεί εσκαρφάλωσεν εις την αλυσίδα ολίγα βήματα παραπάνω, και χαμηλώνων τον κορμόν διά να εξετάση το ουραγγουτάγκειον σταφύλι, εφώναξε δυνατά : «Θα σας είπω ποίος είναι

Μετά τον σκοτωμό του Δούγκαν ο Μακβεθ εμφανίζεται με το νυχτικό του σαν να εσηκώθηκε από τον ύπνο· ο Τίμων τελειώνει ντυμένος κουρέλια το δράμα που άρχισε λαμποκοπώντας· ο Ριχάρδος κολακεύει τους Λοντρέζους φορώντας μια φτωχική και μεταχειρισμένη πανοπλία και μόλις πάτησε μες στα αίματα το θρόνο περπατεί ανάμεσα στους δρόμους με το στέμμα στο κεφάλι και με τα παράσημα του Αγ.

Τότε μία που με μισογνώριζε, και μας είχε ιδεί αρχήτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο, κ' είχε καταλάβει πως ο άνδρας μου ήτον άρρωστος, καθώς εσηκώθηκε να φύγη, γυρίζει και μου λέει·Δεν έρχεσαι κ' ελόγου σου στην Εύρεσι;...Πάρε τον άνδρα σου, κ' ελάτε.

ΤΥΒΑΛΤΗΣ Εσύ παληόπαιδον, εσύ θα τον ακολουθήσης, εσύ, που είχε συντροφιάν εκείνος κ' εδώ κάτω! ΡΩΜΑΙΟΣ Το ποιος θα 'πάγη, το σπαθί θα το αποφασίση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ρωμαίε, φύγε· πήγαινε! Νεκρός είν' ο Τυβάλτης, κι ο κόσμος εσηκώθηκε. Τι στέκεσαι και βλέπεις; Ο πρίγκηψ σ' εθανάτωσε αν σε συλλάβη... Φύγε! ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! Είμαι τ' αναγέλασμα της Μοίρας! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Τι προσμένεις;

Τώρα θυμούμαι τι μου έλεγεν η μητέρα μου χθες όταν εγύρισα στο σπίτι• Πάμφιλε, μου έλεγε, ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, ο γυιός του γείτονα του Αρισταινέτου, εφρονίμεψε και παντρεύεται• και συ έως πότε θα ζης με μια εταίρα; Την ήκουα με μισό αυτί να μουρμουρίζη αυτά και άλλα και αποκοιμήθηκα. Το πρωί δε εσηκώθηκε πολύ ενωρίς και όταν επερνούσα δεν είδα τίποτε απ' αυτά που είδε αργότερα η Δωρίς.

Εκεί που εγύριζε σε κάποιο νησί είδεν άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή καθόλου διαφορετική. Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική του Μωϋσή και άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού κ' επήδησεν εκείθε κεφαλόβρυσο το αίσθημα.

Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνητην στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.

Ψάχνω εκεί και βρίσκω εύκολα τα λουριά της μάλλινης ίγγλας της, τα λύνω και την ξαλαφρόνω από το σαμάρι. Ύστερα την ετράβηξ' από το καπίστρι κ' εσηκώθηκε ορθή. Όταν σηκώθηκε ορθή έρευαν ποτάμι τα νερά από πάνου της, σαν είχε βουτηχθή 'ςτό βηρό μέσα.

Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.

Ο Ρήγας εσηκώθηκε, Παίρνει τον ταμπουρά του. Γλυκοβαρεί τον ταμπουρά, Και ψιλοτραγουδάει: « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Τ' αηδόνι τραγουδάει, » Φωνάζει ο κούκοςτα κλαριά » Κι' ανοίγει τα φτερά του

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν