United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήτο θλιβερόν να βλέπης την ωραίαν γυναίκα ωχράν, λυσίκομον, πνίγουσαν τους ολολυγμούς της και θεωρούσαν τα εύμορφα Χριστόψωμα πενθίμως ως μνημοσύνου προσφοράς. Το ταψίον μετά του χοιριδίου ως προκαλούν σκληροτέραν αντίθεσιν διά της ευωδίας του της ζωντανής εν τη νεκρική σχεδόν ταύτη σκηνή, αι γυναίκες το ησφάλισαν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον

Βάλε με το νου σου, οκτώ χρόνια να είσαι αρραβωνιασμένος, με δύο αρραβωνιαστηκές, πότε με την μίαν πότε με την άλλην, κάποτε συγχρόνως και με τας δύο. Αν εκαλοπέρασέ ποτε γαμβρός εις τον κόσμον, εκαλοπέρασε κι' αυτός. Και η γρηά-Αγάλλαινα, ας είνε άγια τα κόκκαλά της εκεί που είνε, ήτον πολύ ευχαριστημένη. Ήρχετο του Χριστού, χριστόψωμα η μία αρραβωνιαστική, χριστόψωμα η άλλη.

Ο ποιμήν απομείνας πλέον οριστικώς να εξυπηρετήση την κολλήγισσαν, επέστρεφεν από του φούρνου κομίζων καίοντα ακόμη τα ωραία χριστόψωμα με τα σισάμι και το μαυροκούκκι πιτουρισμένα, ότε ακούει ότι δύο-τρεις άλλοι χωρικοί, οι βαδίζοντες, ως είδομεν, προ του Μπάρμπα-Σταύρου, επιστρέψαντες διότι ήτο αδύνατον να προχωρήσουν, διηγούντο ότι ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν τους ήκουσε και επροχώρει μόνος του μέσα εις τα χιόνια, δύο και τρία μπόια βάθος.

Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.

Έδωκε τα χριστόψωμα στ' αγγονάκια επήρε κοντά της, το ένα δεξιά και το άλλο ζερβά κ' έβαλε τα χέρια στους ώμους τους. Η κόρη εφίλησε το χέρι της. Την είχαν τριγυρισμένοι όλοι της οι θησαυροί, ό,τι είχε πολύτιμο, πιο ακριβό στον κόσμο αυτό . . . Ανάσανε λίγο . . . — Ήρθα εμουρμούρισε, στη γιορτή να σας διώ· σας αποθύμησα . . . και σαν να μη μπορώ πλιο μονάχη . . . ήρθα να πανηγυρίσω μαζή σας.

Παρετήρει ο μπάρμα-Σταύρος βλέπων την Κρατήραν να επιστρέφη εκ του φούρνου την παραμονήν φορτωμένην απάν-'πανωτού τα χριστόψωμα με το σάμι και το μαυροκούκι . Και έλεγεν υπό τους στακτερούς του μύστακας: — Θέλα φυτέψω ένα στρέμμα εληαίς με τα έξοδα αυτά τα χαμένα. Δεν ετόλμα και φανερά να την επιπλήξη, διότι την ηγάπα την ωραίαν Κρατήραν.

Και το επίστευσα. Ω αθωότης, αθώα αθωότης! Τι είσαι λοιπόν και χάνεσαι; Χιών είσαι και λυώνεις, καπνός και διαλύεσαι, αράχνη και σε διασπά ο άνεμος; Την νύκτα ήλθαν εις τα σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν διά την λειτουργίαν· και αργά-αργά παρασκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα.

Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς, πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων και των γάμων: — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα Χριστόψωμα.