United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν. αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχηςτο ταξείδι, όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, 310 γυρίσηςτο καράβι σου χαρούμενος με δώρο πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».

Μα πιο πολύ απ' όλα τον βασάνιζε η τοποθέτηση της Δόξας. Ήθελε νάβρη για κείνη ένα βάθρο πολύτιμο, όλως διόλου άξιο για τέτοιο καλλιτέχνημα. Τις έφτιασε ένα από μάρμαρο λευκό και την τοποθέτησε δίπλα στο τραπέζι της δουλειάς του. Μα το μάρμαρο του φαινότανε πρόστυχο. Αντί να δείχνη την ωμορφιά της την έκρυβε. Παράγγειλε λοιπόν έναν κορμό καρυάς ψηλόν ως ένα μέτρο και τον έφεραν στο γραφείο του.

Τότε άσπαστο έβαλε χαλκό πας στη φωτιά κι' ασήμι, καλάι κι' ένα πολύτιμο χρυσάφι, απέ στυλώνει 475 το γιγαντένιο αμόνι του στο κούτσουρο, και παίρνει γερό σφυρί με το δεξύ, μασιά με τ' άλλο χέρι.

Σαν τι λογής είταν αυτό το πολύτιμο το υλικό, και πού βρίσκουνταναυτό να ξετάσουμε τώρα. Τα ξέρουμε κι από την αρχαία ιστορία πως ο Αλέξαντρος στάθηκε αφορμή να πάρη μεγάλη φόρα ο ελληνισμός στην Ανατολή, κι όχι μονάχα στα παράλιααυτά είτανε δικά μας κι από τα παλιάπαρά και πολύ παραμέσα.

Τον είχε διορισμένο εκεί ο Βασίλειος. Αντίς όμως να μείνη και να δείξη πως δύνεται και σε τέτοιο μικρό μέρος να κάμνη τα μεγάλα έργα της αγιωσύνης, στενοχωρέθηκε, και θύμωσε κιόλας με τον πολύτιμο φίλο του. Έγραψε μάλιστα και στίχους απάνω σ' αυτή την υπόθεση, αφού είταν και ποιητής. Έφυγε τέλος, και πήγε στην Επισκοπή του πατέρα του, τη Ναζιανζό.

Κάθε σπάνιο και πολύτιμο πράμα, από το διαμάντι κι από το μάλαμα ως το πιο δυσκολόβρετο λούλουδο και πωρικά, τα χαίρουνταν οι αχόρταγοι αυλικοί, που ένας απάνω στον άλλον έπεφταν, ποιος να πρωταρπάξη τα πιώτερα προνόμια, χαρίσματα, δωροδοκίες, κι αξιώματα. Ξάστραφτε ο κόσμος με τα χρυσοκέντητά τους φορέματα.

Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη• μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90 ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».

Έδωκε τα χριστόψωμα στ' αγγονάκια επήρε κοντά της, το ένα δεξιά και το άλλο ζερβά κ' έβαλε τα χέρια στους ώμους τους. Η κόρη εφίλησε το χέρι της. Την είχαν τριγυρισμένοι όλοι της οι θησαυροί, ό,τι είχε πολύτιμο, πιο ακριβό στον κόσμο αυτό . . . Ανάσανε λίγο . . . — Ήρθα εμουρμούρισε, στη γιορτή να σας διώ· σας αποθύμησα . . . και σαν να μη μπορώ πλιο μονάχη . . . ήρθα να πανηγυρίσω μαζή σας.

Κ' ενώ ο Τριστάνος, συγκινημένος, από τη μαγεία, χάιδευε το μικρό μαγεμένο ζωντανό που τούδιωχνε όλη τη λύπη, και του οποίου το τρίχωμα φαινότανε, στην αφή αβρότερο από το πειο πολύτιμο ύφασμα, συλλογιζότανε ότι αυτό θάτανε ένα καλό δώρο για την Ιζόλδη.

Ύστερα ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλια της. — Τόσον ωραία, θα τρελλαθή όταν ιδή αύριο ο βασιλιάς τη βασίλισσά του... Άνοιξε ένα ασημόχρυσο κουτί κ' έκρυψε μέσα το πολύτιμο πετράδι. Και μ' ένα χαρούμενο τραγουδάκι άρχισε να βγάζη τα πλούσια φορέματα, νοιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν από μια γλυκύτατη νύστα. Σε μια γωνιά της κάμαρης ήτανε πεταμένη η μεγάλη κερένια κούκλα.