United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι νάρχεστε του λόγου σας, με τα μισά σας τα μυαλά, να μας μιλήτε για μισή γλώσσα, να προφασίζεστε μάλιστα ποίηση, να προφασίζεστε τρελλή, αχαλίνωτη, ακράτητη φαντασία, εμάς να το λέτε, εμάς να μας το μάθετε, ποίηση και φαντασία τι θα πη, και να φωνάζετε πως βαστάτε την Ομορφιά, βαστώντας κουρελλιασμένη κούκλα στο χέρι. Αηδία.

Σιγάσιγά την ξεπέρασε και σαν έγινε δυο φορές σαν την κούκλα της, τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν περισσότερο απ' τα γυάλινα μάτια της κούκλας και το μικρό της στήθος να παίρνη μιαν όμορφη στρογγυλάδα, που δεν την είχεν η κούκλα της. Τότε βαρέθηκε τη μικρή κερένια φιλενάδα της και την άφησε παραπονεμένη σε μια παλιά πολυθρόνα.

Οι καρδιές τους κτυπούσαν τώρα πολύ κοντά η μια με την άλλη και κυττάζανε κ' οι δυο με γέλια και πειράγματα την κερένια κούκλα, που είχε τόσα κάλλη η καϋμένη και μόνο καρδιά δεν είχε. Ο Παύλος έδωκε ό,τι είχε στην Παυλίνα κ' εκείνη καθεμέρα του ζητούσε ένα καινούργιο χάρισμα. — Δος μου τα μάτια σου, Παύλο. Να είναι δικά μου και μόνο δικά μου και να μη βλέπουνε τίποτε άλλο στον κόσμο από μένα.

Σε τρία, σε τέσσερα ξεβιδωμένο το κορμί της. Λυμένη όλη· όλη ξεκλειδωμένη. Σαν κούκλα, που της σφίγκουν τάψυχα στηθάκια της, και λυέται όλη, και κουνιέται όλη, και παίζουν χαρωπά τα παιδάκια. Έπαβε τόρα να τραντάζη νεβρικά, να κουνιέται άσεμνα. Εστριφογύριζε στον τόπο της μια καρτέλα. Έπαιρνε στριφογυρίζοντας με ψιλή, γαργαλιστική φωνή του σκοπού που εχόρεβε το γοργογύρισμα·

Τo μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της.

Η Παυλίνα έκανε χάζι το μικρό συνεφάκι που ανέβαινε απάνω απ' την περαστική σκιά κ' ύστερα έσβυνε και σκορπούσε σαν να μην ήτανε. Ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό. Ποιος ξέρει; Η Παυλίνα είχε μια μεγάλη κούκλα, που, λίγα χρόνια πριν, ήτανε ίσα με το μπόι της.

Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.

Έτσι του βγήκε σ' όλην τη γειτονιά τόνομα : «η κερένια κούκλα». Κι όσο περνούσαν οι μέρες, η Κερένια Κούκλα αντί να μεγαλώνη, ζάρωνε, αδυνάτιζε, γινόταν πιο κερένια. . . Έφερε ο Νίκος τον παιδίατρο κ' είπε πως είναι ατροφικό.