Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Εγώ, σαν τρελλοκόριτσο που ήμουν ακόμαείχα παντρευτή πολύ μικρή, καθώς σου είπα, και τώρα δεν θα ήμουν περαπάνω από δεκαφτά χρονώνξέχασα και άνδρα άρρωστο, και τάξιμο, κ' εκκλησιά, κ' επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα κ' εγινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι. Εστάθηκα εκεί ολίγην ώρα, ύστερ' απόστασα να στέκωμαι, κ' εκάθισα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδασι.

Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του. «Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.

Με τα φέσια της όλα έμοιαζε η Σύρα, από μακριά που την είδα, σαν ένας μικρούτσικος στρογγυλός χρυσοκεντημένος ουρανός, γεμάτος άστρα πηχτοκαρφωμένα. Τι θαρρείτε; Έχει κ' η Σύρα αστερουδάκια δικά της. Ξέρουν εκεί τι θα πη επιστήμη, σου φτειάνουν κάτι λαμπρούς γεωγραφικούς χάρτες, γράφουν ιστορικά σπουδαία βιβλία και χτυπούν ένα χάζι τον Περραιβό, σου κάμνουν και κωμωδίες.

Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε ταπομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρη τον ναργιλέ και ν' ανταμώση τον ξάδερφο του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, παρμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν- Μοναχάκης και τον έκανε χάζι.

Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης. Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι. Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα — Ο Στεφανής! Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά.

Πάει πρώτος ο Λαζαράκης, πάει κι' όλο το νησί του καιρού του, ο ένας πίσω από τον άλλο· τους δέχθηκε όλους η ΑγιάΜαρίνα. Δύο τρία γεροντάκια απομείνανε από την παλιά τη γενεά. Ένα γεροντάκι απ' αυτά ήταν και ο νεκροθάφτης στην ΑγιάΜαρίνα. Έβγαινε το γεροντάκι και περπατούσε ανάμεσα στα μνήματα κ' έκανε χάζι. Θυμότανε τα παλιά του. Κάθε μνήμα ήτανε και μια ιστορία γι' αυτόν.

Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφινε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τάκουγε ο μικρός όλ' αυτά και τάκαμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόληςτην Άλωση.

Η Παυλίνα έκανε χάζι το μικρό συνεφάκι που ανέβαινε απάνω απ' την περαστική σκιά κ' ύστερα έσβυνε και σκορπούσε σαν να μην ήτανε. Ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό. Ποιος ξέρει; Η Παυλίνα είχε μια μεγάλη κούκλα, που, λίγα χρόνια πριν, ήτανε ίσα με το μπόι της.

Πρώτα είχε τις βαρέλλες δίπλα του, τις κύτταζε και τις καμάρωνε: το μοσχάτο, το μπρούσκο, το κοκκινέλι, το λιαστό... Κρασιά και κρασιά. Να πιή και να μεθύση η Οικουμένη. «Άγια χώματα η πατρίδα. Ρουφάει το νεράκι του Θεού και σου δίνει εφτά λογιών κρασί». Έπειτα εύρισκε την ησυχία του εκεί σταπόμερο. Δεν έκανε χάζι τον κόσμο.

Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί. — Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει. Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά. Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν