United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοπάνι.

Εκεί κοντά στη ρεμματιά πούχει το κρύο νεράκι. έστησα το κρεββάτι μου κ' έστρωσα απάνω στρώμα μ' άσπρες και μαλακές προβειές από 'γελάδες άσπρες, που ο λίβας μου τις γκρέμισε 'ψηλά από τακροβούνια ενώ βοσκούσαν κ' έτρωγαν της κουμαριάς τα φύλλα. Τη φλόγα του καλοκαιριού τόσο τη λογαριάζω, όσο τα λόγια των γονιών ο ερωτοχτυπημένος.

Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του. «Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.