United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ναν το πει η γοργή Ίριδα πηγαίνει στους ανέμους, σαν άκουσε τις προσεφκές. Αφτοί μες στου Ζεφύρου 200 χαροκοπούσαν κι' έτρωγαν τότ' όλοι μαζεμένοι· κι' ίσια να! η άφταστη Ίριδα προβάλνει εφτύς τρεχάτη μπροστά στην πέτρινη μπασιά. Κι' άξαφνα σαν την είδαν, πετιούνται, όλοι όρθιοι, κι' ο καθείς την έκραζε κοντά του.

Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα.

Υπήρχον εν τούτοις καί τινες κατ' έτος ημέραι, κατά τας οποίας όχι μόνον έτρωγαν αλλά και έπιναν οι Ιταλοί μέχρι κόρου, πανηγυρίζοντες διά συμποσίου την επέτειον επαναστατικού τινος κατορθώματος. Αφθόνως τότε έρρεεν ο οίνος της Σαντορίνης, ο μόνος εκ των Ελληνικών ενθυμίζων εις τους εξορίστους της πατρίδος των το γλυκύ δ ά κ ρ υ ο ν τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ ή το βαρύ νέκταρ της Μαρσάλας.

Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι, ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε κατόπιν, ότι ετρόμαξετην φοβερήν οργή μου. και τους άλλους συντρόφους μουτο δώμα της η Κίρκη έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι, και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450 και όλους καλά τους ηύραμετα μέγαρα 'που ετρώγαν και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον, έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει, και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει, ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460 όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη, ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα, την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι, της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας, απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465

Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες.

Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν.

Έπειτα μας έδωσαν ρύζι μαγειρευμένον και αρτυμένον με καρύδι της Ινδίας, τα οποία έχουν επιτηδειότητα να παχύνουν εκείνους που τρώγουν συχνάκις με ένα πάχος υπερβολικόν από το οποίον μαγείρευμα έφαγα και εγώ ολίγον αλλ' οι σύντροφοι μου, που είχαν χάσει τα αισθητήριά τους, έτρωγαν ως ζώα αχόρταγα, και εις ολίγας ημέρας επάχυναν υπέρμετρα.

Εκεί κοντά στη ρεμματιά πούχει το κρύο νεράκι. έστησα το κρεββάτι μου κ' έστρωσα απάνω στρώμα μ' άσπρες και μαλακές προβειές από 'γελάδες άσπρες, που ο λίβας μου τις γκρέμισε 'ψηλά από τακροβούνια ενώ βοσκούσαν κ' έτρωγαν της κουμαριάς τα φύλλα. Τη φλόγα του καλοκαιριού τόσο τη λογαριάζω, όσο τα λόγια των γονιών ο ερωτοχτυπημένος.

Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.

Εκείνοι οι καλοί άνθρωποι έλαβαν σπλάχνος εις εμέ, και μου έδωσαν και έφαγα από εκείνο που έτρωγαν, και υστερότερα με επήραν μαζί τους, και ύστερον από μερικές ημέρες με έφεραν εις την Όρμαν, πόλιν μεγάλην, και φθάνοντας εκεί, επήγα και κατέβηκα εις ένα χάνι, εις το οποίον ο πρώτος που εσυναπάντησα εστάθη ένας από τους συντρόφους μου.