United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον.

Βλέποντάς με εκεί ελεύθερον από τον κίνδυνον, εδόξασα τον Θεόν που με εφύλαξε, και έμεινα εκεί το επίλοιπον της νυκτός. Φθάνοντας η ημέρα ανέβηκα με πολύν κόπον εις την κορυφήν του βουνού, επειδή ήτον δύσβατον. Εσυναπάντησα εκεί πολλούς χωριάτες που έβγαζαν κρυστάλλι από κάποια μεταλλία και το έφερναν υστερώτερα και το επουλούσαν εις την Όρμαν.

Το οποίον του απεκρίθη πως βλέποντας την πολλήν σου άργητα, ω αγαπημένε μου Σειρμώγ, και μη έχοντας καμμίαν είδησιν διά λόγου σου, αφού και εμίσευσες διά την Κασμυρίαν, ηθέλησα να έλθω ο ίδιος διά να σε ανταμώσω, και να ιδώ πώς πηγαίνει η επιχείρησίς σου· και ούτως απερνώντας από τούτο το λειβάδι εσυναπάντησα την μάγισσαν, που εσεργιάνιζεν εις αυτό, η οποία με πολλήν ευγένειαν με εκάλεσε διά να πηγαίνω εις το παλάτι της να την επισκεφθώ.

Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω.

Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει! τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την εσυναπάντησα; δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον ειδωλολάτρην, που με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα, και με τα μεγάλα του χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα έχει ολίγην διάκρισιν ή λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν εις την θέλησίν μου· ω ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις αυτήν την κατάστασιν να αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου; ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ ανάγκης έπρεπε να πέσω εις τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις που με έρριξεν εδώ, ημπορεί και να με ελευθερώση.

Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που επροξενούσε φόβον και τρόμον.

Και εκεί που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια, ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους αστέρας.

Και φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την αγαπημένην μου κασσέλαν.

Εκείνοι οι καλοί άνθρωποι έλαβαν σπλάχνος εις εμέ, και μου έδωσαν και έφαγα από εκείνο που έτρωγαν, και υστερότερα με επήραν μαζί τους, και ύστερον από μερικές ημέρες με έφεραν εις την Όρμαν, πόλιν μεγάλην, και φθάνοντας εκεί, επήγα και κατέβηκα εις ένα χάνι, εις το οποίον ο πρώτος που εσυναπάντησα εστάθη ένας από τους συντρόφους μου.

Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον. Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο μήνες.