United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα ότι εις αυτά υπάρχουν διωρισμένοι άρχοντες επιτηρούντες και τα μικρότερα παθήματα και τας πράξεις, και εφαρμόζουν τελειοποίησιν και εις τας τελευταίας λεπτομερείας. Μεταξύ δε αυτών και το άτομόν σου, ταλαίπωρε, συντελεί εις το όλον, όταν στρέφη διαρκώς προς αυτό, αν και είναι ελάχιστον.

Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».

Ταλαίπωρε, του λέγει ο Κατής, διά ποίον με παίρνεις; δεν ηξεύρεις που εγώ ημπορώ να σε παιδεύσω κατά πως σου πρέπει και να σε βάλω εις τα σίδερα, που παίρνεις τόση τόλμη να αναγελάσης με εμένα; φοβήσου τον θυμόν μου, ω δυστυχή, και αντίς διά τούτο το τέρας της φύσεως που μου έστειλες, δος μου την άλλην σου θυγατέρα, της οποίας η ευμορφιά μου είνε πολλά επιθυμητή· ειδεμή θέλεις δοκιμάσει πόσον ημπορεί να κάμη ένας Κατής θυμωμένος.

Και θα νικήσουν οι ημίονοι, κι' ο όνος τα παιδιά του τα γληγορόποδα θα κουτουλήση . ΖΕΥΣ. Διατί γελάς, Μώμε; Δεν βλέπω τίποτε το γελοίον. Παύσε, ταλαίπωρε• θα σε πνίξουν τα γέλοια. ΜΩΜ. Είνε δυνατόν, ω Ζευ, να μη γελώ, όταν ακούω ένα χρησμόν τόσω σαφή και τόσω ευεξήγητον; ΖΕΥΣ. Λοιπόν να εξήγησης και εις ημάς τι λέγει.

Ω ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν.

Έτσι επέρασα εις το γεύμα, κυρ κόκορα. ΠΕΤ. Δεν εκαλοπέρασες, ταλαίπωρε Μίκυλλε, αφού η τύχη σου σ' έρριξε κοντά εις εκείνον τον φλύαρον γέροντα. ΜΙΚ. Άκουσε τώρα και το όνειρον. Έβλεπα ότι ο Ευκράτης ήτο άτεκνος και απέθανε.

Χουλά, είναι καιρός διά να παρασταθής εις τον Κατή. Σήκον λοιπόν, διότι δεν ημπορεί να σε καρτερή. Ο Κουλούφ ακούντας τούτο, αναστέναξεν από καρδίας και η γυναίκα του εδόθη εις κλάψιμον· ταλαίπωρε Κουλούφ, του είπε· πόσον ακριβά θέλει σου κοστήσει η γυνή σου.

Οι ευνούχοι ερευνώντες με ηύραν υποκάτω εις τον θρόνον, και εβγάζοντάς με από εκεί με έσυραν εις τους πόδας του βασιλέως, ο οποίος βλέποντάς με μου είπεν· ω άνομε και ταλαίπωρε, τι είνε τούτη η τόλμη σου; εχάθησαν οι γυναίκες από την Αίγυπτον διά εσένα, και ήλθες να πατήσης το παλάτι μου; Τότε εγώ από τον φόβο μου ολίγον έλειψε που να ξεψυχήσω, και άλλο δεν ανέμενα παρά τον θάνατον.

Μα γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα, την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι.

Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου.