United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».

Το σκήπτρο το περίπλουμο που θα κρατάητα χέρια Θα νάνε μαγικό ραβδί που θα οδηγάη τον νου μας Που θα οδηγάει τα έργα μας, το κάθε πάτημά μας. Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει! Όλοι αγκαλιάζουν τον μικρό και την ορμήνεια ακούνε. Ποιος πέρασε απ' τα βουνά τ' Ασπροποτάμου απάνω Κ' εκεί δεν είδε τον αητότα βράχια θρονιασμένον; Στέκεται ορθός κατάκορφα, λες κ' είνε λιθοσώρι.

Κράζει τον γιο του μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί και λέγει του με σβυσμένη φωνή, με θολωμένα μάτια: — Καλέ μου και χρυσέ μου έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς. Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά: — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ.

Αμή!... τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα πέλαγα εσείς δεν ήστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα σας!... Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει πλέον όρεξι για τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον έρριξαν στα γηρατειά· τα γηρατειά σαπίλα ενέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι βρέχει στον Όλυμπο!

Σε προσκαλώ για ξένο μου σε φιλικό τραπέζι στο σπίτι μου, θάρθης μαζύ μ' εμένα στην Αθήνα, τάχα σαν νάσαι θεατής, κι όχι παιδί δικό μου• γιατί δεν θέλω, ευτυχής εγώ, τη σύζυγό μου, που είν ως τώρα άτεκνη, σε λύπες να την ρίξω. Κι' όταν περάση ο καιρός, θα σε παρουσιάσωαυτήν, όπου της χώρας μου το σκήπτρο θα σου δώσω.

Ο δειλός φίλος τον αρνείται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα εκείνος ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνησι και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τους εμπαιγμούς και τα φτυσήματα, πίνει το ξύδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο. — Γυναίκα, να ο γυιος σου· λέγει την τελευταία στιγμή.

Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•

Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, και, αφούτην ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 και αφού χαρήκαν το φαγί, τότεεκείνους είπε ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώτην πόλι. 505 κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 ή αμέσωςτην μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγωΚαι ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης θα σού 'λεγαάλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 «Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοιτον αιώνα». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».

Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο. — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και σαν βασιλιάς.

Άφησε τώρα το ναό και τη δουλειά που κάνεις και, όπως ο πατέρας σου ποθεί, εις την Αθήνα έλα να πάμε, γιατί εκεί χαρά σε περιμένει, πλούτος πολύς, και μ' όλ' αυτά το σκήπτρο του γονειού σου Κανείς ποτέ δεν θα σε ειπή πως άνομα εγεννήθης, ούτε φτωχός• μα θα' χης συ κ' ευγένεια και πλούτη.