United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία έρριξεν ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία ευθύς άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον δίασπρον, εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα οποία ευθύς που μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου τα εκτύπησεν από μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα.

Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;

Κι ο Δάφνης άμα είδε τη Χλόη και την εκρατούσε στα χέρια του, και με το Γνάθωνα, καθώς μ' ευεργέτη του, εφιλιονότανε και σ' εκείνη εδικιολογότανε για την αδιαφορία του.

Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας· φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη· κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι. Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω. ΠΡΙΓΚΗΨ Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.

Και πάντοτ' ενθυμούμαι την ώραν εκείνην την αδελφήν του να κάθεται εις τον καναπέ και να πλέκη: Και τον Αντωνέλλον να ρίπτη μια ματιά εις τον δρόμον και μια εις την αδελφήν του, ενώ εκρατούσε πάντοτε μια μικρή αξίνη, ή κανένα χονδροψάλλιδο με το οποίον εκαθάριζε τα δένδρα του κήπου των.

Η χιών είχε πέσει πρόστρατος και έκρυπτε μίαν χαράδραν, η οποία δεν έφθανε μεν βέβαια έως κάτω τον βαθύν βυθόν, όπου επάφλαζε το ύδωρ, αλλ' όμως ήτο βαθυτέρα του ύψους του ανθρώπου: Η νέα γυνή, η οποία εκρατούσε το παιδί της, εγλύστρισε, εβυθίσθη και εξηφανίσθη. Καμμίαν φωνήν δεν ήκουσαν, κανένα στεναγμόν! και μόνον αντελήφθησαν το κλαυθμήρισμα μικρού παιδιού!

Έκανε ταραχή ο γέρω νοικοκύρης, μα είχε και το νου του· πότε πότε έστηνε το γυμνασμένο αυτί του ν' ακούση κανένα μακρυνό κρότο ή εβύθιζε το βλέμμα του στο σκότος μέσα για να διακρίνη. Και για κάμποση ώρα ήταν ήσυχος. Ησυχία μεγάλη εκρατούσε στον κάμπο, όσο μπορούσε ν' ακούση τ' αυτί.

Με τας χείρας, προς τα εμπρός τεταμένας, ωσάν να ήθελε ν' αποκρούση αόρατον εχθρόν, ώρμησε προς την θύραν και εξήλθεν εις την οδόν. Οι φανοί διεδέχονσο αλλήλους ανά παν βήμα. Κάθε χέρι εκρατουσε το φως του, φώτα παντού και μόνον ο Κλέων ευρίσκετο εις το σκότος . . . Εβάδιζε μηχανικώς, αδυνατών να συγκρατήση τα διανοήματά του. Η απροσδόκητος εμφάνισις της συζύγου τον εσύγχιζε φοβερά. Οποία τόλμη!

Μα κ' εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών. — Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ . . . με το κολύμπι . . . θα γλύτωνα και το καΐκι . . . Ας είνε, τι σας έλεγα; Α! ναι για τον παραπαππού μου που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση, βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κ' εκρατούσε μια μαγκούρα.

Τον δε Σιμωνίδην, ο οποίος κατήγετο από την Κω, τον έπειθε και τον εκρατούσε διαρκώς κοντά του με το να δίδη μεγάλους μισθούς και άφθονα δώρα.